Transcript for:
Διαπραγμάτευση Ελλάδας 2015 και συνέπειες

Όπως έχουμε δει και στα προηγούμενα επεισόδια του Greek Economics για την ελληνική κρίση, το ελληνικό σύντημα χρέους είχε βάλει τη χώρα για τα καλά σε μια μνημονιακή περιπέτεια, που πέρα από τις οικονομικές της αντοχές, είχε αρχίσει να εξαντλεί και την υπομονή των πολιτών. Από το 2010 κιόλας, πολλοί Έλληνες είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται πως τα μνημόνια αντί να έχουν ως στόχο τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, περισσότερο προορίζονταν για να περιορίσουν την έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών σε ενδεχόμενη ελληνική χρεοκοπία. Όσα τα χρόνια περνούσαν και τα πράγματα χειροτέρευαν, όλο και μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας έβρισκε τη στάση των Ελλήνων πολιτικών ύποπτα συγκαταβατική και απαιτούσε η χώρα να κρατήσει μια πιο σκληρή γραμμή στις διαπραγματεύσεις της με τους δανειστές. Αυτή η απέτηση δεν άργησε να γίνει αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από ούκο λίγα πολιτικά κόμματα της εποχής, μικρά και μεγάλα, που ασπάζονταν τη σκληρή γραμμή προεκλογικώς, με πομπόδεις μάλιστα δεσμεύσεις, αλλά την εγκατέλειπαν τελικά εν μία νικτή όταν έφταναν στην εξουσία. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2015, όταν ένα κόμμα με αυτήν ακριβώς την ίδια υπόσχεση εκτοξεύθηκε από το 3% στην κυβέρνηση και αποφάσισε να το πάει μέχρι τέλους.

Στο σημερινό επεισόδιο λοιπόν θα κλείσουμε τη σειρά για την ελληνική κρίση εξηγώντας τι ακριβώς έγινε το 2015 και πώς η Ελλάδα έχασε μία διαπραγμάτευση η οποία ξεκίνησε σε κλίμα Euro 2004 αλλά τελικά κατέληξε κάπως όπως το Μουντιάλ του 1994. Πάμε να δούμε. Όπως πάντα σε αυτά τα βίντεο, να υπενθυμίσω στους παλιούς φίλους του καναλιού και να ενημερώσω τους νέους, πως το Greekonomics στέκεται μόνο στα οικονομικά δεδομένα και δεν φοράει κανένας χρώματος κομματικά γυαλιά. Συνεπώς, ό,τι πούμε σήμερα θα βασίζεται στο τι μας διδάσκει η οικονομική επιστήμη για τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις και σε επίσημα οικονομικά στοιχεία, όπως πάντα.

έτσι ώστε στο τέλος οι γνώμες και τα συμπεράσματα να είναι δικά σας. Ακόμα και σήμερα σε ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης υπάρχει η εντύπωση πως η διαπραγμάτευση του 2015 ήταν μια απέλπιδα επιλογή της τότε κυβέρνησης να φέρει ολόκληρη την Ευρώπη σε δύσκολη θέση. Αυτή η εντύπωση είναι μόνο κατά το ίμιση σωστή. Από τα στοιχεία που έχουν βγει στην επιφάνεια τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η διαπραγμάτευση του 2015 ήταν όντως απέλπιδα, ανεξαρτήτως με το πώς θα διεξάγονταν και από ποιον.

Υπάρχουν όμως και σοβαρές αμφιβολίες ότι το να σκληρίνει η Ελλάδα τη στάση της απέναντι στους εταίρους ήταν επιλογή με την έννοια ότι αυτό θα μπορούσε κάπως να αποφευχθεί. Σήμερα υπάρχουν δύο ουσιαστικά επιχειρήματα που καταδεικνύουν το ότι αρκετά πριν από το 2015 η Ελλάδα βρισκόταν σε μία μάλλον προδιαγεγραμμένη πορεία προς μια τέτοια είδους σύγκρουση με την Ευρώπη. Το πρώτο είναι... ότι οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν μια σκληρή διαπραγμάτευση θέμα χρόνου και προετοιμάζονταν εμπράκτος για αυτήν για πάνω από μια τετραετία. Δείτε για παράδειγμα πώς αντέδρασαν στο ενδεχόμενο δημοψηφίσματος το 2011 όταν ο τότε Πρωθυπουργός το πρότεινε στη Σύνοδο Κορυφής της Κάνες και προκλήθηκαν αναταράξεις που οδήγησαν στην άμεση πτώση εκείνης της κυβέρνησης και πόσο αδιάφοροι στάθηκαν στο ίδιο ακριβώς ενδεχόμενο όταν το δημοψήφισμα τελικά διεξήχθη τέσσερα χρόνια αργότερα όταν ήταν πλέον προετοιμασμένοι.

Το δεύτερο στοιχείο που δείχνει πως η διαπραγμάτευση ήταν αναπόφευκτη είναι ότι πριν από το 2015 η σκληρή γραμμή είχε κυριαρχήσει στην κοινή γνώμη της χώρας. Αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛΑ αποφάσισε να κάνει από την αρχή τηλεκόμενη κολοτούμπα και εγκατέλειπε τη σκληρή γραμμή όπως έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση του 2012 μέσα στην πολιτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε θα κατέρεε μόλις σε μήνες. Με λίγα λόγια, στην ελληνική πολιτική σκηνή είχε δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος.

Υποσχέσεων σκληρής διαπραγμάτευσης, εκλογής κολοτούμπας κατάρρευσης, που δεν θα διακοπτώταν μέχρις ότου βρεθεί μια πολιτική δύναμη να κάνει επιτέλους αυτή τη διαπραγμάτευση. Δηλαδή, αν δεν την έκαναν αυτοί, θα έπεφταν και θα την έκαναν οι επόμενοι. Μια άλλη ψευδέστηση που έχει μείνει σε αρκετούς που παρακολουθούσαν τις εξελίξεις μέσα από τα δελτία ειδήσεων εκείνης της εποχής, είναι ότι η διαπραγμάτευση δίρκησε μήνες και πέρασε από χίλια κύματα. Στην πραγματικότητα, μέχρι την τελική αναμέτρηση των Ιούλιο του 2015, ελάχιστες κρίσιμες κάμπες υπήρξαν.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ ανέλαβε τον Ιανουάριο του 2015, όταν το δεύτερο μνημόνιο είχε ακόμη μπροστά του έξι μήνες ζωής. Η νέα κυβέρνηση είχε δείξει από πριν εκλεγή, ότι μάλλον δεν θα υπαναχωρούσε της σκληρής γραμμής.

Αυτό επισημοποιήθηκε από την πρώτη κιόλας κοινή συνέντευξη τύπου μεταξύ του Έλληνα Υπουργού Οικονομικών και του επικεφάλαιστου Eurogroup. που έμενε στην ιστορία για το περίφημο WOW αν θυμάστε. Όταν οι θεσμοί βεβαιώθηκαν ότι η ελληνική πλευρά θα πήγαινε όντως σε σύγκρουση, πάγωσαν τις συζητήσεις και διέκοψαν άμεσα τη χρηματοδότηση που προβλεπόταν από το τρέχον μνημόνιο.

Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε ένα βρώμικο παιχνίδι και από τις δύο πλευρές. Η ελληνική κυβέρνηση έκανε αλλεπάλληλες απόπειρες να πείσει τις αγορές ότι μαζί με εμάς θα πέσει και το ευρώ για να δημιουργήσει πολιτική πίεση στον ευρωπαϊκό πυρήνα ο οποίος με τη σειρά του προσπάθησε να κάνει το ίδιο στην ελληνική κυβέρνηση κόβοντας τη στυρευτότητα συμπεριλαμβανομένων μάλιστα όπως έχουμε δει και σε προηγούμενο επεισόδιο και των κερδών των ελληνικών ομολόγων που δικαιωματικά άνοικαν στον ελληνικό λαό και όχι στους θεσμούς. Κατά το Φεβρουάριο του 2015, οι θεσμοί διαμηνύουν στην Αθήνα ότι διατίθεται να συζητήσουν ένα μίνι πρόγραμμα λίγων μηνών, το οποίο θα αποτελούσε τη γέφυρα μεταξύ του δεύτερου μνημονίου, που θα τερματίζονταν πρόωρα, και ενός τρίτου προγράμματος που θα διαπραγματευόταν αργότερα το καλοκαίρι. Για πολλούς αυτό ήταν μια πρόσκληση σε μια προ-διαπραγμάτευση, που θα οδηγούσε στη μεγάλη διαπραγμάτευση του καλοκαιριού. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά.

Η ελληνική πλευρά διεμήνισε μεν στους θεσμούς ότι θα συζητούσε το πρόγραμμα γέφυρα, αλλά με κόκκινες γραμμές τις οποίες ήξερε πως οι Ευρωπαίοι δεν υπήρχε περίπτωση να αποδεχτούν, οδηγώντας έτσι θα έλεγε κανείς κοπίμωστες συζητήσεις σε ναυάγιο. Σε όσους παρακολουθούσαμε τότε από την εξέδρα, αυτό φάνηκε σε μια κίνηση υπεροχής του στυλ «Σας έχουμε, αλλά δεν το ξέρετε ακόμη» και το πήραμε ως ένδειξη ότι μάλλον υπήρχε κάποιο σχέδιο και ίσως και κάνα δυο άστιστο μανίκι. Ιδέα λόγω στην πλόφα θα είχε κοντά ποδάρια... και όταν κάθε πλευρά θα άνοιγε τα χαρτιά της στο τέλος, αυτό θα φαινόταν όπως και τελικά έγινε.

Με αυτόν τον τρόπο φτάνουμε στο καλοκαίρι του 2015, όπου στο κεντρικό θησαυροφυλάκιο του κράτους έχουν απομείνει 2 εικοσάλεπτα, 3 λαστιχάκια, 2 συνδετήρες και ένα παλιό κοιτρινισμένο σημείωμα που έγραφε τσοβόλαδο στα όλα. Η οικονομική επιστήμη έχει ένα ολόκληρο παρακλάδι που ονομάζεται θεωρία παιχνίων και ασχολείται με την ανάλυση των διαπραγματεύσεων και του ανταγωνισμού. Υπάρχει μια τελείωτη γκάμα παιχνίων, Όμως η διαπραγμάτευση του 2015 ανήκει στη σχετικά απλή κλάση παιγνίων αμφισβήτησης του status quo.

Status quo είναι μια δεδομένη κατάσταση που προϋπάρχει μιας διαπραγμάτευσης και θα παραμείνει αν η πλευρά που προσπαθεί να την αλλάξει αποτύχει στη διαπραγμάτευση. Το 2015 το status quo ήταν η μνημονιακή πολιτική την οποία η ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε να αλλάξει σε κούρεμα χρέους και λιγότερη λιτότητα. Αυτή φυσικά η εναλλακτική είχε προταθεί και από όλες τις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά η εταίρητη είναι απέριπτα να συζητητεί για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει στο βίντεο για το πρώτο μνημόνιο.

Η διαφορά τώρα ήταν πως η ελληνική πλευρά θα προσπαθούσε να επιβάλλει αυτή την εναλλακτική με σκληρή γραμμή. Ο μόνος τρόπος να επιβάλλει κάποιος μία αλλαγή στο status quo όταν η αντίπαλη πλευρά δεν συνενεί, είναι με τη μέθοδο της στρατηγικής απειλής, με το να πεις δηλαδή στον άλλον Αυτό που γίνεται δεν μου αρέσει και αν δεν συμφωνήσεις να το αλλάξουμε θα κάνω κάτι που θα σου δημιουργήσει πρόβλημα. Τη στρατηγική απειλή την έχουμε ξαναδεί σε αυτό το κανάλι στο βίντεο για το κάψιμο των γεφυρών. Σήμερα θα την κάνουμε πιο συγκεκριμένη για τη διαπραγμάτευση του 2015. Για να μπορέσει μια απειλή να αλλάξει το status quo θα πρέπει να είναι αυτό που στη θεωρία παιχνίων ονομάζουμε αξιόπιστη.

Με άλλα λόγια, όντως να κάνει τον αντίπαλο να σκεφτεί... Αν δεν στην ενέσω θα έχω πρόβλημα. Μία απειλή που δεν είναι αξιόπιστη ονομάζεται κενή.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους μία απειλή μπορεί να θεωρηθεί κενή. Για παράδειγμα ο αντίπαλος να πιστεύει ότι δεν την εννοείς και την χρησιμοποιείς απλώς για να μπλοφάρεις. Ή ο αντίπαλος να προτιμά την απειλή από το να σου δώσει αυτό που ζητάς. Ή μπορεί ο αντίπαλος να θεωρεί ότι αν πραγματοποιήσεις την απειλή, εσύ θα ζημιωθείς περισσότερο από εκείνον. Για να δούμε ακριβώς τι συνέβη με την ελληνική απειλή.

Σύμφωνα με τον επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας, η θέση της Ελλάδας σε εκείνη τη διαπραγμάτευση περιλάμβανε τρεις αντιδράσεις. Η πρώτη ήταν η αναβολή πληρωμών προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η δεύτερη ήταν η αναβολή πληρωμών των ομολόγων που κατήχε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η τρίτη η ενεργοποίηση ενός παράλληλου συστήματος πληρωμών. Όπως κι εσείς αντιλαμβάνεστε και τα τρία αυτά σκέλη της αντίδρασης παρουσιάζουν μια δυσκολία όσον αφορά την αξιοπιστία της.

Ας δούμε τους οικονομικούς λόγους που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα. Ο πρώτος λόγος ήταν ότι μέχρι το 2015 οι θεσμοί είχαν ήδη προστατευτεί από το μεγαλύτερο κίνδυνο που ενήχε για αυτούς το ελληνικό ζήτημα, δηλαδή την κατάρρευση του Ευρωπαϊκού Τραπεζικού Συστήματος. Ως εκ τούτου, ελάχιστα τους αποσχολούσε το να μην αποπληρώσει η Ελλάδα κάποια ψήγματα του χρέους την ώρα τους, όπως περιγράφει στη στρατηγική του ο κ. Βαρουφάκης.

Μάλιστα όπως και ο ίδιος επισημένει στο βιβλίο του Adults in the Room, με τη συμπεριφορά τους οι εταίροι μας είχαν από καιρό δείξει πως ο δίλος ενδιαφέρονταν να πάρουν τα χρήματα τους πίσω. Το μόνο που τους αφορούσε ήταν να δοθεί ένα παράδειγμα, ένα μάθημα, ότι όποιος αποκλίνει της δημοσιονομικής πειθαρχίας θα βιώνει και τις συνέπειες στο ακέραιο. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για να καταστήσει την ελληνική απειλή και νη, αλλά υπήρχαν και άλλα.

Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι τα τεχνικά κλιμάκια που επισκέπτονταν την Ελλάδα για τις αξιολογήσεις από το 2010 μετέφεραν για τη χώρα μια λίγο πολύ εικόνα ενός τρίπιου κουβά, που όσο ρευστό και να του έριχνες μέσα αυτός θα συνέχιζε να διάζει. Από οικονομικής πλευράς αυτή η παρομοίωση ήταν απλώς μια σοφιστία και δεν έχει καμία από όλοι το σχέση με το πώς λειτουργεί η δημοσιονομική πολιτική. Μια μεγάλη μερίδα του ευρωπαϊκού πολιτικού κόσμου όμως, που δεν σκάμπαζε και πολλά από οικονομικά, παραπήρε αυτή την εικόνα κυριολεκτικά και υποστήριξε στενερά τη θέση ότι οι Έλληνες δεν χρειάζονται κεφάλαια για να λειτουργήσει η οικονομία τους που έχει στεγνώσει, μεταρρυθμίσεις χρειάζονται για να κλείσουν οι τρύπες και μετά θα έρθει η κυριευσότητα από μόνη της. Επειδή αυτή τη θέση πραγματικά την πίστευαν, οι εναλλακτικοί που προσφέρει η Ελλάδα τους ακουγόταν χειρότεροι από την απειλή, οπότε δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μεταστραφούν όπως και δεν μεταστράφηκαν.

Αν το σκεφτείτε λίγο, αυτή η λογική δεν διέφερε και πολύ από εκείνες τις γιαγιάδες, που όταν δίνεις ένα ευρώ σε ένα παιδί του δρόμου να πάρει κάτι να φάει, σου φωνάζουν «Μην τε δίνετε λεφτά γιατί θα πάρει ναρκωτικά». Όντως, αυτή η λογική ήταν ανόητη. Όμως αυτή επικρατούσε και το ξέραμε.

Το τρίτο πρόβλημα της ελληνικής θέσης ήταν ότι αν η διαπραγματευσία έφτανε σε αδιέξοδο, τότε η Ελλάδα θα κατέληγε εκτός ευρώ. Μέχρι το 2015, αυτό ήταν κάτι που πολλοί θεωρούσαμε πως η Ευρώπη έτρεμε και θα έκανε το πάνω το αποφύγι. Σήμερα όμως... Ξέρουμε από τα γραφόμενα των τότε πρωταγωνιστών Πως πριν τη διαπραγματεύσει ο κύριος Σόιμπλε Παρουσίασε ένα επεξεργασμένο σχέδιο εξόδου της Έλλαδας από το ευρώ Με τη βοήθεια της ίδιας της Γερμανίας Κυριολεκτικά αδειάζοντας την απειλή του παράλληλου συστήματος πληρωμών Αφού εδώ μιλούσαμε για κανονικό γκρέξιτ Αυτό ήταν κάπως όπως όταν η γιαγιά μου είχε απειλήσει τον παππού μου ότι θα φύγει από το σπίτι Και εκείνος τους κάλεσε ταξί Το παράλληλο σύστημα πληρωμών παρουσίαζε ένα ακόμη στρατηγικό πρόβλημα Μόνο και που το έβαλε στο τραπέζι η ελληνική πλευρά, θεωρήθηκε από τους Ευρωπαίους ως ευθεία υπονόμευση του ευρώ γιατί ήταν. Αν η Ελλάδα όντως πήγαινε στο παράλληλο σύστημα, το ευρώ σίγουρα θα κλειδονιζόταν.

Μπορεί λίγο, μπορεί αρκετά, κανείς δεν είναι σε θέση να πει με βεβαιότητα. Όποια όμως και να ήταν η ζημιά, αφού η Ευρώπη θα την είχε ήδη υποστεί, γιατί μετά να είπα να χωρίσει και να μη σπρώξει εντελώς την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης. Σκεφτείτε το λίγο.

Είναι σαν να πας να πεις στη γυναίκα σου Αγάπη μου, έχουμε κάποια προβλήματα και μέχρι να τα ξεπεράσουμε εγώ θα ξεκινήσω μια παράλληλη σχέση. Ε, δεν νομίζω να πάει καλά αυτό. Το τελευταίο πρόβλημα που θα αναφέρω ήταν ο επικοινωνιακός χειρισμός της διαπραγμάτευσης.

Η ελληνική κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να συσπυρώσει την εγχώρια κοινή γνώμη, είχε ανεβάσει τους τόμους σε πολεμικό επίπεδο. Αυτό όντως απέδωσε στο εσωτερικό, πράγμα που φάνηκε ξεκάθαρα και στο δημοψήφισμα. Τα ξένα μέσα μαζικής ενημέρωσης όμως μετέφεραν πολλές από τις βαρύγδουπες δηλώσεις που προορίζονταν για εσωτερική κατανάλωση στην Ελλάδα και στις κοινές γνώμες των άλλων χωρών φέρνοντας τους ξένους διαπραγματευτές στην αμήχανη θέση να φοβούνται ότι αν έκαναν ένα βήμα πίσω θα εμφανίζονταν ως λούζερ στις χώρες τους.

Καπιά στιγμή η ελληνική πλευρά συνειδητοποίησε πόσο μεγάλο ρόλο θα έπαιζε αυτό και έκανε στροφή 180 μοιρών κόβοντας τις πολεμικές ιάχες και αρχίζοντας να μιλάει για μια έντιμη συμφωνία. Ήταν όμως αργά. Όπως ήταν αναμενόμενο η ελληνική στρατηγική απειλή δεν μπόρεσε να πείσει τους θεσμούς, οι οποίοι δεν μετακινήθηκαν ούτε χιλιοστό από τις αρχικές τους θέσεις.

Έτσι η ελληνική πλευρά βρέθηκε στο οδυνηρό δίλημα μεταξύ συνθηκολόγησης και αποχώρησης ρισκάροντας ιστορικές συνέπειες για τη χώρα. Κάπου εδώ έρχεται το δημοψήφισμα. Υπάρχουν αρκετές ενδιαφέρουσες θεωρίες που ερμηνεύουν τους πολιτικούς λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση προκήρυξε το δημοψήφισμα. Από διαπραγματευτικής πλευράς όμως, αυτή η μανούβρα δεν έπαιξε κανέναν απόλυτος ρόλο, αφού αν μη τι άλλο, οι εταίροι που υποτίθεται ότι θα προβληματίζονταν από τις εξελίξεις, παρακολουθούσαν κάπως σαν «Τώρα αυτό το κάνετε γιατί» Επί της ουσίας λοιπόν το δημοψήφισμα έγινε, έβγαλε όχι, το οποίο ερμηνεύτηκε ως καθαρό ναι, και μόλις ολοκληρώθηκε, η κατάσταση βρισκόταν ακριβώς εκεί που την είχαμε αφήσει.

Από την άνοιξη του 2015 είχε αρχίσει να επικρατεί στην ελληνική αγορά η αίσθηση ότι η διαπραγμάτευση θα τραβήξει στα άκρα. Αυτό δημιούργησε σημαντική ανασφάλεια και ξεκίνησε να προκαλεί μαζική φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό, δημιουργώντας έντονη έλλειψη ρευστότητας στην ελληνική οικονομία. Το πρόβλημα ρευστότητας είναι κάτι που συνήθως το κοινό δεν κατανοεί πλήρως. Οπότε επιτρέψτε μου να το εξηγήσω όσο πιο απλά μπορώ. Ας υποθέσουμε ότι εσείς έχετε 100.000 ευρώ στην τράπεζα και ότι εγώ...

Έχω ένα σπίτι αξίας 100.000 ευρώ που εσείς επιθυμείτε να αγοράσετε. Σε κανονικές συνθήκες πάτε στην τράπεζα, σηκώνετε τα χρήματά σας, μου τα δίνετε, σας υπογράφω το συμβόλαιο και η συναλλαγή έχει εκτελεστεί. Σε συνθήκες έλλειψης ρευστότητας όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα. Αν η τράπεζα έχει δανείσει μέρος των χρημάτων σας σε κάποιον ο οποίος τα έχει βγάλει στο εξωτερικό, εσείς δεν θα μπορέσετε να κάνετε την ανάληψη. Εγώ χωρίς λεφτά συμβόλαιο δεν υπογράφω, συνεπώς η συναλλαγή δεν θα γίνει.

Προσέξτε, εσείς λογιστικά τα έχετε τα λεφτά σας στο βιβλιαριό σας. Δεν έχουν χαθεί και εγώ το έχω το σπίτι. Το πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχει το ρευστό πάνω στο οποίο να πλεύσει η ανταλλαγή. για να περάσει η ιδιοκτησία του σπιτιού από εμένα σε εσάς.

Όσο λοιπόν τα ελληνικά ευρώ καταλήγουν σε τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να παρέχει ρευστότητα στην εγχώρια αγορά, η οποία σιγά σιγά στεγνώνει. Μέχρι και πριν προκυριχθεί το δημοψήφισμα, οι τράπεζες λειτουργούσαν μόνο χάρη στον αυτόματο μηχανισμό παροχής ρευστότητας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το λεγόμενο ELA. Ο ELA είναι ένας μηχανισμός που αυτόματα δανείζει χρήμα στο τραπεζικό σύστημα μιας χώρας όταν η ρευστότητά του πέσει κάτω από ένα όριο έκτακτης ανάγκης.

Εκείνη την εποχή, ο ELA ήταν η μοναδική χρηματοδότηση που εξακολουθούσαν να παρέχουν οι θεσμοί στην Ελλάδα. Όταν προκυρήχθηκε το δημοψήφισμα όμως, οι Ευρωπαίοι θεώρησαν πως η ελληνική πλευρά θα το πάει μέχρι τέλους και επομένως το Grexit θα ήταν θέμα ημερών. Αποφάσισαν λοιπόν πως δεν είχαν κανένα λόγο να συνεχίσουν να δανείζουν. τις τράπεζες μιας χώρας που θα έβγαινε από το ευρωσύστημα. Όταν η στρόφιγγα του ELA έκλεισε, οι τράπεζες στέρεψαν από ρευστότητα μέσα σε ώρες και αδυνατώντας να εξυπηρετήσουν τα μαζικά αιτήματα για αναλήψεις, αναγκάστηκαν να κατεβάσουν ρολά.

Αντίθετα με αυτό που πίστευαν αρκετοί, οι εταίροι δεν θα μπορούσαν να πάνε στους Έλληνες και να τους πούν «Α, έτσι είστε! Έξω από το ευρώ! » Το Brexit θα έμπαινε σε εφαρμογή με ενέργειες της ίδιας της Ελλάδας, όχι ως επιλογή, Αλλά επειδή δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, χωρίς τον μηχανισμό ρευστότητας έκτακτης ανάγκης, με κλειστές τράπεζες και ό,τι μετρητά είχαν απομείνει να βρίσκονται κάτω από στρώματα, η πραγματική οικονομία θα έφτανε σε πλήρη παράλυση.

Δεν μιλάμε ότι θα ήθελες να αγοράσεις ένα φρέντο καπουτσίνο και θα σκεφτώσουν να το χαλάσω το 5 ευρώ ή να το κρατήσω όμως το χρειαστό αργότερα. Μιλάμε για ανθρωπιστική κρίση και στρατώσους δρόμους. Ο μόνος τρόπος για να αποτρεπόταν αυτό να ξανά ανοίγανε οι τράπεζες και να επανεκκινούσαν οι συναλλαγές, θα ήταν ένα νέο μέσο ρευστότητας, που λογικά θα έπρεπε να εκδώσει η ίδια η Ελλάδα και πιθανότατα θα ονομαζόταν Δραχμή.

Με την πίεση να είναι ασφικτική και την ελληνική στρατηγική απειλή να θεωρείται απροκάλυπτα κενή, στη Μαραθώνια Σύνοδο Κορυφής στις 13 Ιουλίου του 2015, πέχτηκε η τελευταία πράξη αυτής της διαπραγμάτευσης. Μετά από ένα 17ωρο πόλεμο νεύρων, η ελληνική αντιπροσωπεία αποχώρησε, έχοντας αποσκευές στην Ανναίο. τρίτο μνημόνιο, πιθανότατα ίδιο και απαράλληλο με αυτό που θα έπαιρνε και χωρίς διαπραγμάτευση.

Το τρίτο μνημόνιο συνέχιζε τη λογική της λιτότητας και της υπερφορολόγησης. Υποχρέωση της Ελλάδας θα ήταν να αυξήσει τον ΦΠΑ, να μειώσει κι άλλο το αφορολόγητο, να κόψει τις συντάξεις, να απελευθερώσει την αγορά εργασίας, να προχωρήσει σε ιδιωτικοποίησης αξίας 50 δισεκατομμυρίων, να φροντίσει για υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα και διάφορα άλλα. Σε αντάλλαγμα, η χώρα θα λάμβανε νέα δάνεια ύψους 86 δισεκατομμύριων ευρώ. σε ορίζοντα τριετίας, μεταξύ των οποίων και ένα πακέτο 25 δισεκατομμυρίων που θα προοριζόταν για την αναστήλωση του τραπεζικού συστήματος, το οποίο πραγματικά βρισκόταν σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης.

Όπως ήταν φυσικό, το πόσο κόστισε η διαπραγμάτευση των ελληνικών λαών έγινε πεδίο σφοδρής πολιτικής αντιπαράθεσης. Από διάφορες πλευρές έχουν ακουστεί ποσά όπως 86 δις, 100 δις, 200 δις, ακόμα και ότι ωφέλισε. Όμως αυτά τα νούμερα μόνο από χίλιοι πολιτικών έχουν αναφερθεί, χωρίς ποτέ να συνοδεύονται από κάποια ανάλυση που να αντέχει σε επιστημονική κριτική. Δεν ξέρουμε λοιπόν πόσο κόστισε ακριβώς η περιπέτεια του 2015, αλλά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως μια διαπραγμάτευση όπου αποδείμισε η πλειονότητα των καταθέσεων, έκλεισαν οι τράπεζες και επιβλήθηκαν capital controls που διατηρήθηκαν για χρόνια, προφανώς δεν ήταν δωρεάν και σίγουρα δεν ωφέλισε τη χώρα.

Το ότι εκείνη η διαπραγμάτευση ήταν χαμένη από χέρι, δεν σημαίνει και ότι η ελληνική πλευρά τότε είχε άδικο στα επιχειρηματά της. Η περιπέτεια των μνημονίων μπορούσε να έχει τερματιστεί το 2015, αφού ο υπέρτατος στόχος των θεσμών να σώσουν το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είχε ήδη επιτευχθεί. Η συνέχιση της ίδιας λογικής λοιπόν, δεν ήταν μόνο αιμονική, αλλά και οικονομικά λανθασμένη.

Όχι με βάση την άποψη ή την οπτική κάποιου, αντικειμενικά, με βάση την οικονομική. Ελληνική επιστήμη. Δείτε εδώ την πορεία της ελληνικής οικονομίας μέχρι και το 2009, όταν η χώρα βρέθηκε στο χείλος της χρεοκοπίας.

Αν τότε εφαρμοζόταν η λογική αντιμετώπιση που εξηγήσαμε στο προηγούμενο βίντεο της σειράς, θα έπρεπε να περιμένουμε μια έντονη ύφεση, ακόμη και μείον 5% το χρόνο για περίπου μια τριετία και ακολούθως μια μικρή, έστω και ανεμική ανάπτυξη του μισού της 100 το χρόνο όταν η οικονομία θα άρχισε να ανταποκρίνεται στις ίπιες μεταρρυθμίσεις. Άντ'αυτού, εμείς πήγαμε στα μνημόνια όπου συνέβη αυτό. Και το σταματάω στο 2019. για να μην πει κάποιος ότι βάζω μέσα και την κρίση της πανδημίας.

Η περιοχή με την κόκκινη σκίαση δείχνει το πόσο κόστησαν τα μνημόνια στη χώρα σε απώλεια εθνικού πλούτου και αναλογή σε 785 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή ποσό υπερδιπλάσιο από ότι ήταν το δημόσιο χρέος για το οποίο έγιναν όλα αυτά. Αν τώρα σκεφτούμε πως μπήκαμε σε αυτή την περιπέτεια με χρέος 353 δις και βγήκαμε με 355 δις, βλέπουμε πως το να θεωρεί κανείς ότι τα μνημόνια οφέλησαν την Ελλάδα είναι απλός παραλογισμός.

Είναι σαν να χρωστάς σε κάποιον 100 ευρώ, αυτός να σου επιβάλλει μέτρα που σου κοστίζουν 200 ευρώ και στο τέλος πάλι να του χρωστάς 101 ευρώ και να λες ναι, αλλά τα μέτρα με οφέλησαν. Δυστυχώς λοιπόν η οικονομική κρίση χρέους ήταν μια περιπέτεια χωρίς αισιοτέλους. Από αυτές που... το μόνο όφελος που μπορεί να προσδοκεί κανείς είναι να πείραμε σαν λαό στο μάθημά μας πως αν δεν προσέχουμε εμείς τα οικονομικά του οίκου μας ας μην περιμένουμε μετά από τους άλλους να μας βοηθήσουν ή έστω να μας φερθούν δίκαια.

Όπως και να έχει όμως η ιστορία έχει αποδείξει κάτω επανάληψη πως οι λαοί που προοδεύουν δεν είναι εκείνοι που δεν περνούν κρίσεις αλλά εκείνοι που μαθαίνουν από αυτές. Ας ελπίσουμε λοιπόν πως μετά από αυτή τη δοκιμασία Κάτι μάθαμε κι εμείς. Κάπου εδώ μετά από 5 βίντεο τελειώνει το αφιέρωμα του Greekonomics στην ελληνική κρίση. Κάποια στιγμή μέσα στο 2022 θα γίνει ένα ακόμη σχετικό βίντεο για το θλίμμα Ευρώ-Ιδραχμή, το οποίο πολλοί έχετε ζητήσει και φυσικά θα το εξετάσουμε από την καθαρά νομισματική του. πλευρά.

Στο μεταξύ όμως έρχονται στο κανάλι άλλα πραγματικά πολύ ενδιαφέροντα βίντεο και μεγάλες εκπλήξεις. Μέχρι τότε είμαι ο Κοσμάς Μαρινάκης, αυτά ήταν τα δεδομένα της διαπραγμάτευσης του 2015 όπως πάντα τα συμπεράσματα πρέπει να είναι δικά σας.