Transcript for:
Διαδικασία Συγχώρεσης και Θεϊκή Αγάπη

Υπότιτλοι AUTHORWAVE Ρε καλώς ήρθατε Καλώς ήρθατε Γιάννη, μαύρο μαθήκα Γεια σας Πού είσαι βρε ψυχή Ρε καλώς το φιλαράκι, τι κάνεις Τι να κάνω βρε παιδιά Πως πάει, καλυντσέρευσε ο Άγιος Άμα δεν καλυντσέρευε ο Άγιος θα ήμουν εγώ εδώ σήμερα Δόξα Ανάγκη ο Θεός! Από προχθές έπεσε ο πυρετός κι άρχισε να παίρνει πάνω του. Ευτυχώς, να γίνει καλά ο άνθρωπος! Μακάρι μου, καλή είναι η τεράγεια! Τι να σας πω, μωρέ παιδιά! Με λαχτάρισε! Τι λες, μωρέ παιδέ μου! Δέκα μέρες δεν έλεγε να σταματήσει αυτή η θέρμη! Εγώ ήταν ο δύσμηρος! Δεν το καλούν! Και έβγηκε, λες και θα του βγαίνανε τα σωθικά. Κι ένας πόνος εδώ στο στήθος, μόνο με τα υπογλώσια υποχωρούσε. Μα μη το γηφ δεν έβγαλαν τα χείλη του. Ούτε ένα παράπονο. Ολοδόξασε ο Θεός και δόξασε ο Θεός. Ευχήθα ρησμό ρε Ζεργό, ο Άγιος δεν είναι από το Σύναφι μας. Άλλο πράγμα είναι αυτός, άλλη πάστα. Άντε βέ παιδιά να έρθει λίγο να μας πει και κάτι απ'το παγκέλιο. Να γαλεινεύσει και η ψυχή μας λίγο. Ένιαστο Μανώλη και δεν κρατιέται ούτε ο ίδιος του. Και σήμερα μου είπε ότι αν νιώθει πιο καλά θα περάσει να μας χαιρετήσει. Α, ναι. Εξάρες! Πάλι εξάρες. Αχ! Αχ! Θα ανακαταφωνεί. Βασίλη, κόπιασε εδώ. Καλώς τον. Σας χαιρετώ, παιδιά. Πού είσαι, Άγιε. Πώς είσαι. Περαστικάς ο Άγιε. Σιδερένιος. Άντε, πούς και πούς σε περιμέναμε. Σας ευχαριστώ, παιδιά. Σας ευχαριστώ όλους. Τι έγινε, Μασίλη, νιώθεις καλύτερα. Δόξα σου, Αθάνα. Βλέπω σε φρόντισε καλά ο ζερμός. Α, καλύτερα δεν γίνεται. Κάτσε, κάτσε Βασίλη μη στέκεσαι. Έξι! Πάλι έξι. Τι γίνεται Βρεζερβό, καμιά μπαμπεσιά κάνεις και σου έρχονται όλα εξάρες. Έξι, έξι και έξι. Έξι! Πιάματα δεν ήταν έξι, ζαβουλιά! Τι λες έτσι ήταν έξι! Δε θα καθίσεις Άγγελ! Άγγελ, κάτι συναχαρείς και εσύ μαζί μας! Όχι, όχι παιδιά. Να με συμπαθάτε. Μα δεν αισθάνομαι ακόμα τόσο καλά. Λέω να πάω στο κελί. Πέρασα έτσι να σας πω μια καλησπέρα. Πήγαινα, πήγαινα μασίλιο. Με κουράλιζα. Σας χαιρετώ. Γεια σας παιδιά. Ο Τονίκου ψευγονιμονία έπρεπε διαφαντώνα. Αν το αποείδατε πως κλωμιασε Εμε έτσι που τρώει λίγο λίγο σα σπουργίτη Τι να σου κάνει Σε λίγο όλοι Σαν τον Άγιο θα τρώμε Δημήτρη Δεν άκουσες Οικονομική κρίση σου λέει Πεινάνε έξω Και από ότι άκουσα Και δώσε μας θα μας πει όσο το συσίτιο Εμβέβαια, αφού τα κλέβουνε οι πλούσιοι για να γεμίζουνε τις τσέπες τους. Μωρέ, έπρεπε να είναι έξω ο Ζερβός. Έπρεπε να είναι έξω να τους κανονίσει. Εξάρες! Πάντως τώρα κανόνισες εμάς, Βρε Γιάννη. Άντε, πάμε για δεύτερη παρτίδα. Να μη συμπαθάτε, παιδιά. Εγώ έχω και έναν άρρωστο και πρέπει να πάω να δω τι κάνει. Αυτός μοναχός του τίποτα δεν ζητάει. Να πας, Ζερβό, να πας. Στο καλό, καλή ξεκούραση. Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Είναι έξω νύχτα και σκοτάδι και σιωπή Ούτε ένας φίλος να του πω τη μοναξιά μου Απ'τον φεγγίτη πως θα δω τον ουρανό Με την καρδιά να θυσιασώ την καρδιά μου Γύρω μου ο κόσμος φτωχός φέρνω κομμάτια από φως και αγαπώ και ελπίζω και επανέβω ο άλλος να γίνει εαυτός δίχως να ξέρω το πως που δεν γνωρίζω αυτό Εγώ κι όλο ετοιμάζομαι και βλέπω κι απορών Πως μέσα στο απείρο χωράει το όνειρό μου Πως πληγωμένη ταξιδεύει η καρδιά Πάνω απ'τα σύννεφα στ'αστέρια αλλού κόσμου Γύρω μου ο κόσμος τοχός Παίρνω κομμάτι από φως Και αγαπώ και ελπίζω Ζω και πανεύω Μου άλλος να γίνει αυτός Δίχως να ξέρω το πως Δεν γνωρίζω αυτόν που γυρεύω Γύρω μου ο κόσμος φτωχός Παίρνω το μάτι από φως και αγαπώ και ελπίζω και πανεύω ο άλλος να γίνει αυτός δίχως να ξέρω το πως ούτε γνωρίζω αυτό που γυρεύω Σε δόξα ζει Στερεός εχείριος ο Θεός την Αγία και αμόμητον πίστη των ευσεγών και ορθοδόξων χριστιανών συνδιαγεί αυτού η Εκκλησία και τη φυλακή ταύτη εις αιώνας αιώναν δι'ευχών των Αγίων Πατέρων ημών Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών ελέησον και σώσον ημάς Αμήν Τέλειωσες Άγινε Τέλειωσα Βασίλισσα, Ιωάννη. Βασίλισσα, Ιωάννη. Στάματα πια να φωνάρεις Άγια και Άγια. Βασίλισσα είναι το όνομά μου. Ε, μεγόφθεο, που είσαι του λόγου σου άγιος. Όλη η φυλακή για άγιους έχει. Γι'αυτό αναρωτιόμαστε κι εμείς, μωρέ. Τι δουλειά έχει ένας άγιος, ένα αρνάκι του Θεού, ανάμεσα σε εμάς, στα αποβράσματα της γης, ε! Βρε Άγιε, εγώ σε ένα μήνα φεύγω, αποφυλακίζομαι. Έξι χρόνια μείναμε μαζί, εδώ σε τούτο το κελί. Με νοιάστηκες, σε νοιάστηκα, σε γιατροπόρεψα και στην αρρώστια σου που να σε ευλογεί ο Θεός, μα εσύ δεν μου μίλησες ποτέ σου. Ποιος είσαι, από πού είσαι, τι σε έφερε εδώ. Τίποτα. Σαν στρίδι η ψυχή σου, κλείδωσε. Μίλα πρε Άγιε, μίλα να ξελαφρώσουν τα μέσα σου. Μιλώ. Μιλάς. Σε ποιον. Στο Θεό μου! Στο Θεό σου! Το ξέρουμε αυτό! Όλη την ώρα του προσεύχεσαι! Μα δεν φτάνει μονάχα αυτό βρε Άγιε! Θέλουμε και τον άνθρωπο! Αν ήταν ο Θεός σου θα μας έκαναν αγρίμια! Αχ Κύριε! Μωρέ ξέρω εγώ! Θες να μιλήσεις! Τρώγεσαι! Μα πού να καταδεχτεί το ρε Άγιο Σύνη σου εμένα το σκουπίδι ε! Σε δάχτων θα μιλήσω λες! Σωχαρη Γιάννη, τι λόγους λες και μου ματώνεις κι άλλο την ψυχή. Σου ματώνω την ψυχή! Είδες, αίμα, αίμα έχεις μέσα σου. Το βλέπω εγώ. Όλο φυσάς και ξεφυσάς. Μίλα βρε ευλογημένε, άστο να βγει να καθαρίσει η πληγή. Ο Στερβός σ'αγαπάει, κι άλλον σαν εμένα να σε νιώσει που θα βρεις. Συγχώρε με Θεέ μου. Πες μου μόνο τόσο, μόνο αυτό. Σκότωσες, για δεν σκότωσες, ε, πες μου ε. Εγώ κόβω το κεφάλι μου, δεν σκότωσες. Καλά μου ρε Ζερβό, αφού το θες τόσο και μ'αγαπάς θα σου πω. Όχι, δεν σκότωσα. Είδες, το ξέρω. Και καλά βρε παλιγκάρι, τι φοβάσαι να το πεις, τιμήσου και καμάρισου. Και καλά βρε Άγιε, δεν μου λες πως σε μπερδέψανε με το φωνιά, μοιάζει. Στο λόγο σου φωνιάς Ε, μοιάζα πολύ με το φωνιά Πόσο πολύ βρε παιδί μου Δίδυμος αδελφός σου ήταν Σώπα Γιάννη Σώπα να χαρείς Βασίλη Τι έγινε μου ρε Ποια σύμφωνα σε τύπησε Εισήχασε Βασίλη Εισήχασε Και αν θέλεις Αν θέλεις σώπαινε Εγώ και να με συμπαθάς. Εγώ από αγάπη ρώτησα. Από αγάπη εγώ Άγιε. Ισήχασε. Όχι. Όχι Γιάννη. Πιστεύω χωριές. Το ξέρω πως με αγαπάς. Γι'αυτό και εγώ θα σου τα πω. Έλα κάθισε. Κουράστηκε η ψυχή μου 20 χρόνια να σιωπά. Τι θα ρίχνεις, θα σου τα πω Γιάννη. Μόνος σύ δώσε μου το λόγο σου πως θα τα θάψεις μέσα σου. Κουβέντα δεν θα πεις. Ορκίζομαι Άγιε. Μην ορκίζεσαι, δεν κάνει. Μου φτάνει μόνο ο λόγος σου. Τον έχεις. Δύο διμοίοι μας ήταν. Τα βαλώσαμε μαζί. Και μοιάζαμε σαν δυο σταλιά στην περά. Μας ήταν. Πώς αγαπητοί μας ήταν πάνω σε αυτό. Πώς αγαπητοί μας ήταν. Παναγίες και βασίλισσες, καλύτεροι φίλοι, Παναγίες και βασίλισσες, καλύτεροι φίλοι, Παναγίες και βασίλισσες, καλύτεροι φίλοι, Ρε στα δίδυμάκια του Κρανιά Τι χαριτωμένα που είναι Ρε γάλλωσαν Παναγί Ορίστε Τον Παναγί θέλω βρε ποιος είναι ο Παναγίς Εγώ Αχ βρε πονηρούληδες άμα σας πιάσω Τι να πεις Άντε να τα ξεχωρίσεις Αυτά μόνο η μάνα τους τα ξέρει που τα γέννησε Υπότιτλοι AUTHORWAVE Τώρα ξέρεις ποιος είναι ο Παναγής. Πες το ψέματα. Όσοι ο Όμια κι αν είναι, τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες έχουν. Για να δούμε στο μέλλον τι στράτα θα τραβήξει ο καθένας τους. Για να δούμε. Γεια μας παιδιά! Γεια σας παιδιά! Παναγής και Βασίλης οι καλύτεροι φίλοι! Θυμάσαι? Α, θυμάμαι! Άρα, θέλει να μάθει. Εσύ δεν είσαι από το μέροι μας. Δεν σε έχω ξαναδεί. Ναι, εγώ έρχομαι από τον κάμπο. Ανεβαίνω στο χωριό σας για να αγοράσω ξύλα. Και σε έχω πετύχει κάνα δυο φορές έξω από το σπίτι του κύριου Λάμπρου, του θυμάμαι. Ε, αρχοντή, έλα κοπέλα μου. Ήρθε ο σύζυγός σου και σε ζητάει. Έρχομαι. Πρέπει να φύγω. Τρεις μέρες κρατάει το πανηγύρι. Φυσικά και θα έρθω. Ελπίζω και εσύ. Φυσικά. Τα λέμε. Δημήτρης του όνομα σου. Παναγιώτης. Τα λέμε. Φιλίδ. Ε Κώστα, να σου ζήσει η γυναίκα σου, το πιο όμορφο κορίτσι του χωριού μας πήρες βρε. Σ'αγαπώ γιατί είσαι ωραία Κάτσε, κάτσε και θέλω να στα πω. Για να δούμε τι έξαγε ο πίσος. Ξέρεις Παναγή, εγώ και το κορίτσι που μιλούσατε στο πανηγύρι... Ποια η Αρχοντή! Τι πλάσμα είναι αυτό μωρό Βασίλη! Δεν έχω ξαναδεί τόση ομορφιά σε άνθρωπο! Παναγή, η Αρχοντή είναι επαντρεμένη! Ε και τι έγινε! Που μιλήσαμε λίγο στο πανηγύρι! Όχι μωρό Βασίλη με την κρίνια σου, αμάνφια! Σ'απαλή φωνάζεις! Δεν είπα ότι έκανες χακό! Για να μην κάνεις τα λέω αυτά! Κοίτα Παναγιώτη, εγώ είμαι ο αδερφός σου. Σε ξέρω καλά. Είδα πώς την κοίταζες. Σπίθες πετούσαν τα μάτια σου. Και εκείνη το ίδιο. Τέτοιες σπίθες, Παναγίοι, μπορεί να βάλουν φωτιά και να μας κάψουν όλους. Τη θέλεις και την κυνηγάς τα πανηγύρια. Άστινα! Είναι παντρεμένη γυναίκα. Όσο πιο πολύ τη θέλεις, τόσο μακριά της θα φεύγεις. Μη σας πειράξει ο διάβολος. Ο Θεός να βάλει το χέρι του. Όχι μωρέ Καρντάση, φαντασία που την έχεις. Μίλησα μαζί της στο πανηγύρι και κάτι έγινε. Παντρεμένη γυναίκα και παντρεμένη γυναίκα. Κι ύστερα, για τι γάμο μιλάμε. Μου τα έπε όλα μένα ο κύριε Λάμπρος, χαρτί και καλαμάρι. Την πουλήσανε 18 χρονών μωρό. Την πουλήσανε γιατί δεν είχε λεφτά η οικογένειά της. Την τόσο να σε αυτό το λείψανα, τον Κώστα τον παρά. Σιγά με το ρωτούσανε κιόλας, γάμο το λες εσύ αυτό. Παναγιώτη όπως και να έχει, το μυστήριο έγινε. Τη στεφάνωσε η εκκλησία, με παπά και με κουμπάρο. Τι να κάνουμε τώρα, δεν θα ανάψεις καμιά φωτιά. Ξέρει ο Παναγής, μη στεναχωριέσαι. Γι'αυτός το λέω. Επειδή είμαι αδερφός σου. Το μόνο που θέλω είναι λίγο να μ'ακούς. Όχου, έλα εντάξει. Πάμε για ύπνο και θα πάει όλα καλά. Μη στεναχωριέσαι. Άντε, καλή νύχτα. Άρε Παναγή, άρε Παναγή φωτιάς που μας ανάγκησε. Μα δεν τα ψήφισε τα λόγια μου, Ζερβό, δεν τα ψήφισε. Και η σπίθα φούντωσε και έγινε πυρκαγιά και το κακό μαθαίφθηκε. Το ψιχτηρίζαν στις γειτονιές, στόμα με στόμα το μαθαίνανε. Βούληξαν όλα τα μπελάκια, το χωριό της Αφοντής. Ήρθε, λέγανε, ένας μιός ψηλός μελαχρινός από τον κάμπο και την ξελόγησε την αρχοντούλα του παρά. Και βλέπονται κρυφά. Και μπαίνει και στο σπίτι της κάθε πουλίπιο άντρας της, ο αδιάντροπος. Τέτοια λέγανε, Ζερβό. Κι εγώ, ε! Δεν θρέμα. Μην κατεβούνε τα μαντάτωρα στον κάμπο και καταλάβει κάτι η μάνα μας και φαρμακωθεί. Και το φονικό. Πώς έγινε το φονικό. Το φονικό. Δεκέμβρης ήτανε. Κοντέβατα χρειάζεται. και είχε ένα κρύο απερίγραπτο, κοκκάρωναν τα μέλη μας. Μας είχαν σωθεί τα ξύλα και έπρεπε να ανεβεί ο αδερφός μου στο χωριό της, στα Μπελάκια, να αγοράσει από τον Κυρλάνδο, όπου είναι ξύλα σε όλη την περιοχή. Και εγώ φοβόμουνα που έπρεπε να πάω εκεί. Τρέμαν τα φιλοκάρδια μου. Βασίλειο αυτά τα τελευταία δεν έχει άλλα Θα ξεπαγιάσουμε μέχρι το πρωί Ρε πρέπει να πάω στα Μπελάκια όπως ούτε να φέρω κι άλλα Και θα φύγω τώρα προλαβαίνω νομίζω Τώρα! Τώρα δεν βγάλεις πουθενά! Γιατί! Ή αν θα πας σε αυτό κι εγώ μαζί σου Τι φοβάσαι μωρέ! Μην πάω σπίτι της! Μπι την ανταμόσω! Ε ναι σου και δεν γίνεται αυτό είναι και αυτός ο ανταμόσω! Είναι δεν είναι, εγώ μια φορά θα έρθω μαζί σου. Πολλά ποτάρια έχει ο διάβολος και τα περισσότερα τα έχει χωσίδι μες στο σπίτι μας. Εντάξει μωρέ Βασίλη, τι φοβάσαι. Μη σε ενταχωριέσαι, ξέρω να φυλάγω εγώ. Ξέρεις να φυλάγγεσαι. Μωρέ δεν ξέρεις Ποιο μπροστά έπρεπε να φυλαχτείς Ποιο μπροστά Παναγή Όλος ο τόπος μιλά για εσάς Δεν τα άμαθες Δεν πάω να λέω ό,τι θέλουνε Η αρχοντή είναι πλασμένη για μένα Για μένα Την αγαπώ και μ'αγαπά Πάρ'το χαμπάρι Τι είναι αυτά που λες Θες να μπει καμιά ώρα μέσα η μάνα και να ακούς τα λόγια σου Μια ώρα αρχίτερα θα πάει στον τάφο Γι'αυτό σου λέω Θα έρθω κι εγώ μαζί σου τα μπελάκια Ξέρω ότι η φλόγα που έχεις μέσα σου γι'αυτό για αυτή. Έλα μωρέ Γαρντάση. Έλα άντε. Έλα να με φυλάξεις. Άλλωστε δίκιο έχεις. Δεν πρέπει να πάω σπίτι της. Αυτό δεν έλεγε πάντα η μάνα. Είσαι ο φύλακας άγγελός μου. Έλα να πάμε μαζί. Και τι έγινε μωρέ β��σίλη. Πώς έγινε αφού ήσουν και εσύ μαζί. Πώς έγινε. Ξεκινήσαμε μαζί, με ταυτοκίνητο. Οδηγούσα εγώ. Μα είχε μια γλίτσα στον δρόμο. Πού να ανεβείς μωρέ ζευγό. Κούνται με το δειλινό και εμείς ήμασταν ακόμη στον δρόμο τα μισά. Δεν γίνεται του λέω. Θα βγάλουμε τη νύχτα εδώ, στο καστράκι, στο ξενών της κυρά Χρυσής και αύριο σαν ξημερώσει ανεβαίνουμε. Ε, πέσαμε να κοιμηθούμε. Μα εκείνο που να τον πάρει ο ύπνος. Κοιτούσε τον ταμάνι με τα μάτια ορθάνετα. Εγώ όμως έτσι όπως ήμουν κουρασμένος, είπα δυο-τρεις ευχές από το απόδειμνο και αποκοιμήθηκα. Ξάφνω μέσα στη νύχτα, ακούω το αυτοκίνητο. Τσίριζε η ρόδα σαν να προσπαθούσαν με πείσμα να την ξεκολλήσουν από τον πάλο. Νάχτηκα όρθιος. Δίπλα ο αδερφός μου έλειπε. Θα σκοτωθεί είπα ο τρελός. Θα σκοτωθεί. Για μια στιγμή δεν ήξερα τι να κάνω. Ένα κακό προαίσθημα με πέδευε. Χτυπούσαν τα μηνύγια μου. Βήθηκα όμως όμως και πετάχθηκα έξω. Το κρύο μου περώνιαζε τα κόκαλα. Μα εγώ είχα μια τέτοια φωτιά μέσα μου που μη τετώνιχα. Άρχισα να περπατώ για το χωριό της αρχοντής. Τα ήξερα τα κατατόπια. Πέτρα πέτρα. Δεν φοβόμουν να μη χαθώ. Ας είδα σκοτεινιά. Λίγο βιαζόμουν. Βιαζόμουν. Γρήγορα έλεγα, Βασίλη. Γρήγορα. Πρέπει να προλάβεις. Να προλάβεις. Εκείνο το κακό πρόσθημα με πέθευε. Μου σφίγγε την ψυχή. Αν κουμπαχούσα να προλάβω, τίχωναν. και εγώ σαν να ξέρω κι εγώ τι. Μουσική Τι πας, θα καλείς Παναγία! Θα σκοτωθεί! Θα σκοτωθεί ο τρελός! Πότε έφτασα απέναντι από το σπίτι της, μήτε που το κατάλαβα! Δεν πρόλαβα να πάρω αναπνοή και ακούν μια σπαρεκτική κραυγή γυναίκας. Και βλέπω μια σκιά, μια ανδρική φιγούρα, να πετύχεται από το παραπόρτι και να τρέχει μέσα στη νύχτα σαν τρελός. Ήταν ο αδερφός μου. Το γνώρισα την κοψιά του και τα ρούχα του. Δευτερόλεπτα μετά άκουσα το αυτοκίνητο. Πλησίασα στο παραπόρτι και η καρδιά μου έτρενε. Σαν μπήκα μέσα. Θεέ μου, ψέλησα, Θεέ μου! Και έμεινα ακίνητο σαν άγαλμα. Μπροστά μου, στα πόδια μου, ήταν ξαπλωμένος ο παράς ακίνητος. Και το που κάμισε ότο, ήταν γεμάτο αίμα. Αίμα! Είσαι... ΜΕΙΣΟ! ΜΕΙΣΟ! Τους σκότωσες! Πάψε! Πάψε! Δεν ήξεσαι! Όχι! Δεν ήξεσαι! Όχι, ο αδερφός του! Δεν ήξερα! Την κοίταζα με σιχασιά. Τα μάτια μου σταμάτησαν επάνω της. Ήταν νεογραφή, μόνος εγώ. Νεογραφή. Και η ψυχή μου αγρίεψε. Έπαιρνε και ο θυμός που θόλωσα καταραμένη μέσα από τα δόντια μου καταραμένη παλιοθήλυκο ξεδιάντροπη Έτσι την έβρισα τότε. Α, δεν έξερα και εγώ τότε βρεσέσ'εγώ. Δεν ήξερα. Και την ταπείνωνα τη δύσμερη. Και εκείνη, όσο την έβριζα, τόσο έκλαιχε. Βεσευνόταν απάνω στο πάτωμα. Πρέπει να φύγεις υπό στον εαυτό. Να φύγεις. Δεν πρόλαβες, Βασίλη. Δεν πρόλαβες. Η αρχοντή έκλειγε όλο και πιο σπαρακτικά. Είπα πως πρέπει να βιαστώ, θα μας ακούσουν. Μονάχα, πριν βγω, γύρισα έτσι να δω τον σκοτωμένο. Φαίνεται και είχα μια νεπίδα πως θα σάλετε. Και τότε, με την άκρη του ματιό, είδα τα δάχτυλα της αρχοντής να πάζουν το σουγιά το όργανο του κακού. Είχε παραλογιστεί. Ήθελε να αυτοκτονήσει. Όρμησα επάνω της και τη σταμάτησα. Εκεί. Όχι. Όχι. Τι, τι πας να κάνεις! Άσε με! Θέλω να σπατοδόνω! Άσε με! Άσε με! Θέλω να σπατοδόνω! Ας το τέλει! Παρήγησα. Πρέπει να φύγεις είπα μέσα μου. Μα ήτανε και η αρχοντή. Δεν της είχα πάρει ακόμα το σουγιά με το χέρι και αν την άφηνα θα σκοτωνότανε. Άσχιζα με απελπισία να της πάρω το σουγιά. Και τότε, άκουσα να χτυπάνε την πόρτα βία, να τις πρόχνουν έτσι που να σχέτει. Είχανε τρέξει όλοι. Δεν ξέρω πόσοι ήτανε. Πρώτα κοιτάξανε με τρόμο, ύστερα με θυμό. Αυτός φώναξε μια γυναίκα και με έδειξε με το γάρτιλο. Αυτός σκότωσε τον παρά. Σαν είχε δώσει το σύνθημα και αρχίσαν όλοι μαζί να φωνάζουν εναντίον. Τους κοίτασαμε αρμαλωμένως. Άκουγα που φωνάζανε, μα ήταν σαν να μην καταλάβαινα τα λόγια τους. Σαν να μην τα λέγανε για μένα όλα αυτά. Γιατί δεν τα λέγανε για μένα όλα αυτά. Στο μεταξύ, η αρχοντή είχε ξεφύγει από τα χέρια μου. Άρπαξε το σουγιά που είχε πέσει στο πάτωμα και έφυγε στην κουζίνα τρέχοντας. Ξάφνου, όλοι παραμερίσαν. Είχε έρθει το εκατό. Οι αστυνομικοί με πλησιάσανε παρήξανε τα χέρια μου βία πίσω από την πλάτη μου και μου πλήρωσαν τις χεροπέδες των καρπόνων Έτσι με πιάσανε Έτσι με έφεραν εδώ Έτσι Πως έτσι βρε Άγιε Δίκη δεν έγινε Ανάκριση Δεν σε ρωτούσανε πάλι και πάλι Τι τους έλεγες Τι τους έλεγες μωρέ! Κατάλαβα! Κατάλαβα! Δε μίλησες! Έσκυψες το κεφάλι και σώπασες! Σαν ταρνί! Σαν ταρνί σε πάρανε μωρέ! Ωραία παρμοιώση έκανες εγώ! Ωραία παρμοιώση! Ο Σαμνός εναντίον του Κύρωτος αυτόν άφωνος, ούτως ούτως ανοίγει το στόμα αυτού. Τι λες, δεν σε καταλαβαίνω, μίλα καθαρά. Καλά, εσύ δεν μίλησες. Εκείνος, μωρέ, εκείνος ο μαγαρισμένος αδελφός σου, δεν ήλθε να μιλήσει, να ομολογήσει την αλήθεια, να παραδεχτεί το κρίμα του, ε! Όχι, Ζερβού, δεν ήρθε. Το ξέρα. Το περίμενα. Εγώ όμως δεν το πήγαινα, Μαριάννη. Θα έρθει ο αδερφός μου, έλεγα. Δεν γίνεται. Θα ξεπεράσει την τροπή του και τον φόβο του και θα έρθει. Έγινε η ανάπτυξη, τελείωσε. Στη δίκη, έλεγα. Θα έρθει. Δεν είναι ο αδερφός μου άναυρος, δηλώς. Έτσι έκλεινα το στόμα και περίμενα. Μέρα τη μέρα κορόσμενα. Όμως δεν ήρθα, κύριε Βεριάκη. Δεν ήρθα. Ξεδιάντρουπος! Κι αφού εκείνος δεν έρχονταν, α μωρέ, εσύ γιατί δεν μίλησες! Να μιλήσω εγώ, πώς να μιλήσω, πλαιδευό! Να δώσω μόνος μου τον αδερφό μου! Και έπειτα τη μάνα μας δεν πει λόγια, ζήσε ε! Θα έρχοντανε κάθε μέρα να με δει στο κρατητήριο! Μάνα δεν το έκανα εγώ! Δεν είμαι εγώ φωνιάς μάνα! Μάνα εγώ είμαι αθώος! Είμαι αθώος μάνα! Είμαι αθώος πίστεψέ με! Το ξέρω! Το ξέρω παιδί μου! Το ξέρω ψυχούλα μου! Εσύ φωνιάς! Εσύ! Το παιδί μου! Μόνο... Μόνο πες το αγόρι μου, πες το αν ξέρεις ποιος το έκανε. Ποιος είναι ο φωνιάς. Να λαφρώσει και εμένα η ψυχή μου. Θα είμαι λιπάς εμένα μάτια μου. Μάνα δεν ξέρω ποιος το έκανε. Δεν είδα. Δεν είδα εγώ τον φωνιά. Εγώ άκουσα την αρχοντή να φωνάζει βοήθεια μάνα. Άκουσα την αρχοντή και μπήκα στο σπίτι. Δεν είδα, δεν ξέρω μάνα, δεν ξέρω ποιος το έκανε. Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Τι να της έλεγα μωρές εγώ, για πες μου εσύ, πως είναι ο αδερφός του γαφωνιάς, πως σκότωσε εκείνος και τώρα ανέχεται να παίρνουνε τον αδερφό του γαφωνιάς στη θέση του, αυτό να της έλεγα, πες μου, απάντησε μου. Τι να σου πω βρε Άγια, πως έχεις άδικο, ξέρω, η μάνα είναι πλάσμα ιερό. Καλά, εσύ τη μάνα της σεβάστηκες. Εκείνη η διαβολεμένη αρχοντή δεν σεβάστηκε τίποτε. Δεν μίλησε αυτή, ε! Η Αρχοντή, ποιος το πέριμινε αυτόν τον δεσμευμό. Η Αρχοντή αγάπαγε, αγάπαγε τον αδερφό μου με όλα της τα κύτταρα, με όλες τις σύνες της ψυχής της. Το διάβασα εκείνη την ήχα στα μάτια της, το είδα και τρελάθηκα. Πώς θα μιλούσε η Αρχοντή. Και ο Σουγιάς, δεν βρέθηκε ο Σουγιάς. Δεν είχε αποτυπώματα πάνω του. Λένε, κανένα αποτύπωμα δεν μοιάζει με αλλού μου. Μήτε κι αν είναι δίδυμοι. Όχι, όχι, Ζερβό. Δεν βρέθηκε ο Σουγιάς. Και όπως φωνάζαν όλοι μαζί πως με είχαν ξαναδεί και πως με πιάσανε στα πράσα, όπως λέγανε, μήτε που πολύ νοιάστηκε κανείς γι'αυτόν. Και ο αδερφός μου, μήχανε της παρουσίας του, δεν άφησε. Εγκληματίας, δολοφόνος με τα όλα του. Και άλλη αλεπού, πήρε τον Σουγιά και τον έκρυψε, τον εξαφάνισε. Παιδούλα μου λες ύστερα, που να τους κάψει και τους δύο ο Θεός, σαν τα σκουλίκια να σαπίσουνε. Τι λόγο είπες μωρέ Σερβό, τον αδερφό μου καταρανστηκες. Ο αδερφός μου είναι αίμα μου. Σάρκα από τη σάρκα μου. Την ίδια μήτρα μοιραστήκαμε. Την ίδια μέρα είδαμε το φως. Γεια στάσου. Γεια στάσου, βρε Άγιε. Γεια στάσου γιατί θα στρίψει το κεφάλι μου μαζί σου. Συγχώρεσες τον αδελφό σου, δεν θύμωσες, δεν κράτησες κακία, δεν τον μίσησες, συγχώρεσες. Πες μου, πες μου, πες μου, πες μου γιατί θα τρελαθώ μαζί σου. Μου ρε ζεύω, με φωνάζεις Άγιε κυράγιε, μ'άνθρωπος είμαι κι εγώ. Αυτό λέω, ότι είσαι άνθρωπος και πρέπει να τον μισείς. Να τον μισώ. Τον μίσησα, Ζερβού. Τον μίσησα μόσο μίσος μπορεί να νιώσει άνθρωπος για άνθρωπο. Όσο την αρχοντή τη νύχτα εκείνη το συγχάθηκα και ακόμα πιο βαθιά. Όσο βαστούσε η δίκη και η ανάγκριση, δεν καταλάβαινα καλά-καλά τι μου γινότανε. Όλα μου φαίνονταν σαν ένα θέατρο. Θα πέσει η αυλαία, έλεγα, θα τελειώσει η παράσταση και όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν. Όμως, σαν με ρίξανε εδώ μέσα σαν το σκυλί, σαν έκτησε τούτη πόρτα πίσω μου. Τότε, τότε κατάλαβα ζευγό και θόλωσα. Τίποτε δεν θα ήταν όπως πριν. Δεν θα με χάριδαναν πρωί πρωί τα χέρια τα ζεστά της μάνας μου. Δε θα κινούσα ήρεμος για τη δουλειά μου σφυρίζοντας. Κλεμπρό, δε θα με στόλιζαν για να με πάω στην εκκλησιά. Παιδιά στα γόνατά μου, δεν θα έχω άλλο. 25 χρόνια. Οι 25 χρόνια θα δούμε εδώ μέσα, ζωντανός, μέσα στην καταφρόνια. ...τον ανθρώπον και μέσα στις κατάρες τους. Και ο αδερφός μου, εκείνος που αμάρτησε, θα μεν έξω, θα συνέχιζε να ζει. Θα μπόραγε, όπως τον μπόρεσε, να με προδώσει έτσι ανέντιμα. Τότε σκοτίνιασε η ψυχή μου για αμή. Φούσκωσαν τα μέσα μου. Μουσική Τις νύχτες δεν κοιμόμουν. Γυρνούσε η εικόνα του στο μυαλό μου και έφτυνα με σιγασιά. Καθόμουν έτσι, με τα μάτια καρφωμένα στο κενό, στο ξημέρωμα και φανταζόμουν. Ήτανε λέει άρρωστος. Τον έβλεπα να λιώνει, να πονά, να καίγεται. Και μια άγρια τρελή χαρά χτυπούσε στα μηνύγκαιο και έκαμε την καρδιά μου να πηδά. Οι άλλοι, όσοι με βλέπανε, αποφεύγανε, γρήμοι λέγανε. Θεριώ, τόση σφυρά θα είχε η όψη μου, τόσο πολύ τον ίσυσα. Αν δεν ήταν μόνο το μίσος Γιάννη, ήταν και ο πόνος. Ο πόνος για την αδικία, για την προδοσία, για τη μάνα μου που έλωνε σαν το κερί. Για τη ζωή μου. Ξέρω. Κι ήταν ο πόνος, σταυρικός, σύγκοντος. Ξερίζωνε τα ζωθικά, με τσάκισε. Σ'να μ'αριστάξω τόσο πόνο μόνος μου ζερβό μου λες, ε! Ήθελα αυτό το πόνο έτσι όπως είχα μάθει από παιδί. Κάθε φορά που ήμουν λυπημένος, τα έλεγα στο Θεό μου στην προσευχή και αλάφρανα. Τώρα το ήθελα ακόμα πιο πολύ. Κοίταγα τον Σταυρό που τον είχε φέρει η μάνα μου στο κελί. Τον κοιτάς αγόρι μου μου λέγε. Μιλάς, να ημερεύει η καρδιά σου. Κι εγώ έπαιρνα να του μιλώ. Μα δεν μπορούσα βρε ζερβό μου, δεν μπορούσα. Μουρμούριζα τις προσευχές που ήξεραν. Μα μοιάζαν λόγια ξένα, μακρινά. Δεν άκουγε ο Θεός. Δεν απαντούσε. Σιωπή. Άνοιγα το Ευαγγέλιο. Να διαβάσω. Να μ'ανακουφίσουνε τα λόγια Του. Διαβάσα. Την ένιωθα. Σιωπή. Αυτό δεν ήταν ο Θεός μου πουθενά. Πουθενά. Ότι τις χειριακές που πήγαινα στην εκκλησία της φυλακής τον ένιωθα. Τι! Τίποτα. Σιωπή. Αυτό με πέδερε, σ'αγαπώ. Τυράννια για μένα αυτό. Γιατί, Θεό, δεν είχα να πείσει κανένα. Και τίποτα. Μια μέρα, δεν θα το ξεχάσω αυτός εδώ, Σάββατο δειλινό ήταν, κοίταζα το σταυρό με πεπισία, και έμοιαζε πάλι, ξένος ο Θεός, από μακρός. Πού είξε Κύριε, γιατί με αποστρέφεις, σιωπάς! Γιατί... Γιατί δεν μιλιάς Κύριε! Φλέπε τα μνήμη της! Εγώ σας θα χαίρεψα ουδένανους! Σε εγνώμη! Όχι! Όχι! Όχι! Δεν μπορώ, Πύρι! Δεν γίνεται! Όχι! Εσύ, Πύρι, ό, αυτό που μου ζητάς! Όχι! Όχι, δεν είχα κατακύβει! Ασέιμι! Άφηκα! Άθικα! Κάσεξε έτσι, Κύριε! Δεν μπορώ! Φεύγω! Για την αγάπη του Θεού, Βασίλη, εκείνος επάνω στο σταυρό συγχώρησε. Εκείνος ήτανε Θεός, Μητέρα! Εγώ πώς! Πώς! Φύγεσθε! Πέρτουν πηρέα σόντων ημάς για αυτούς που σας πονούν. Όχι! Κάνω προσεκτική για αυτόν. Για αυτόν. Για τον Κάιντ. Ποτέ. Ποτέ. Πώς να σου κάνω το χατήρι Κύριε! Πώς να σε ξαναβρω! Να σε ξαναβρω Κύριε! Να σε ξαναβρω! Αν είχες... Κύριε... Ελέησα... Κύριε... Ελέησα... Τ'άλλο πρωί το ίδιο μαρτύριο, ίδια πάλι, ίδιο σύντροδα στο κορμί. Κύριε ελέησε τον αδερφό μου φώναζα και σπάδαζα για την αγάπη του Θεού Βασίλεια έλεγα. Συνέχισε μη σταματάς. Μονάχα πήγα και κοινώνησα και κοινωνούσα κάθε Κυριακή. Πρέπει να κοινωνήσεις έλεγα. Έχεις ανάγκη από αίμα. Τώρα που χάνεις τόσο αίμα παλεύοντας με τον εαυτό σου για τη Χάρη του Θεού. Πόσο κράτησε το κονταροχτύπημα Γιάννη. Μέρες. Μήνες, νύχτες που δεν γνωρίζανε ξυνέρμα. Πάλευα Γιάννη, πάλευα. Σιγά σιγά πως έγινε αυτό, μην το και εγώ δεν ξέρω να το πω. Σιγά σιγά η προσευχή μου γινόταν πιο εύκολη. Κύριε ελέησε τον αδερφό μου έλεγα και δεν γεγονόταν τα σωθικά μου μέσα. Γυρνούσε η εικόνα του στο μυαλό μου. Α, δεν είναι αυτήν να μ'αγωσπεί. Αντίθετα μωρέ ζεύγω. Ένιωθα... Ένιωθα να τον αγαπώ. Τον έβλεπα πάλι και πάλι μέσα μου. Τον έβλεπα πάλι και πάλι μέσα μου. Όχι όπως ήταν άγριος εκείνη την ημέρα του πακού. Όχι όπως ήταν άγριος εκείνη την ημέρα του πακού. Όπως τον ήξερα από πριν. Όπως τον ήξερα από πριν. Τότε που μεγαλώναμε μαζί. Τότε που μεγαλώναμε μαζί. Και έκανε εκείνος. Ωλίτα. Πώς, Λαμπανίρα. Και τον υπόγειο, μόλις δεν βγω. Όχι, έλεγα. Ήταν καλό παιδί. Και ο φόνος δεν το έπρεπε. Δεν το ήθελε. Τον πλάνεψε η αγάπη. Γιατί είναι άγρια η αγάπη με στανιάτα. Είναι τρελή. Λοιπόν αν ήμουν εγώ στη θέση μου, άμα έπαιρνα εδώ, τις Κυριακές ερχόταν η μάνα για να με δει και μου έλεγε γι'αυτόν, μου ζήταγε συγχνώμη εδώ, που δεν έρχεται να με δει. Δεν μπορεί ο αδερφός σου μάτια μου, μου έλεγε. Δεν μπορεί να σηκώσει το κακό που σου έκανα. Πονά. Κάθεται ολημερίς και οληνυχτής απάνω στο κρεβάτι και μήτε τρώει, μήτε κοιμάται. Τίποτα. Μονάχα όλη την ώρα ψυχυρίζει. Άδικο. Άδικο. Την άκουγα και μου έρχονταν να βάλω τα κλάματα βρεζεργό. Τι ζωή είναι αυτή, Θεέ μου, έλεγα μέσα μου. Τι ανυπόφευτο μαρτύριο! Να μαραζώνει έτσι από τις τύψεις! Τι βασανιστήριο! Κοίτακα το σταυρό και ηκέτευα Κάμε Θεέ μου να μετανιώσει Κάμε να μετανιώσει να λυτρωθεί Σπλαχνήσου τον! Μου φτάνει αφθόρμητα η προσευχή και τρόμαζα. Έλεγα, δεν μπορεί. Παλάβωσα. Επαλαβώσαν οι νηστείες και τα δάκρυα. Γιατί και το κελί μου, μωρες αερβό, μου φανόταν ορανός. Σαν να χαρτατεβεί όλοι οι άγγιοι και οι άγγιοι και να μου κάνουν συντροφιά. Πώς να σου το πω, μωρες αερβό. Χαιρόμουν. Χαιρόμουν. Ήμουν εδώ στο κελί μέσα πλυσμένος, κατεστραμμένος, προδομένος και χαιρόμουνα. Γι'αυτό έλεγα. Τραλάθηκα. Φέλεξήκε κι αλλιώς. Μου σάλεψε από τα ξενύχτια και τα δάκρυα. Τι να πω Άγια, δεν τρελάθηκες, μα ό,τι λες εξήγηση δεν έχει. Ήταν το θάνατο Θεού σε εγώ. Πώς να δεχτεί εξήγηση το θάνατο Θεού. Με είδε που μάτωνα κάτω από το σταυρό του και με σπλαχνίστηκε τον άθλιο. Έσταξε το αίμα του από τη Θεία Κοινωνία πάνω στην πληγή μου και τη γιατρεύσε. Άλλαξε την καρδιά μου ο Θεός εγώ. Την πήρε πέτα και την έκανε βαμπάκι. Ρωτάς αν τον συγχώρησα. Όχι σ'εγώ. Δεν τον συγχώρησα εγώ. Εγώ μόνο να μισόμπορο και να πικραίνομαι. Δεν είχα εγώ να δώσω συγχώρεση. Κύμνως μου την έδωσε. Θεός! Κι εγώ φοβάμαι. Τρέμου! Είμαι λιγός αυτό το θαύμα. Δεν ξυπνήσει μέσα μου εκείνο το θεριό η ανθρώπινη φύση και αρχίσω πάλι να μισώ. Γι'αυτό με βλέπεις, με έναν νύχτα να προσεύχομαι. Προσεύχομαι, Ζερβό, και συνεχίζεται το θαύμα του Θεού. Και όλο τον αγαπώ τον αδερφό. Πώς να στο πω, τον αγαπώ και εγώ με. Να μετανιώσεις. Να σωθεί. Πάνω δεν θέλω να πει τη ζωή. Δεν θέλω άλλο Γιάννη. Τίποτα. Τι είπατε! Τι να πω Άγιε! Τι να πω! Έλα μην κλαις! Ισήχασε! Ισήχασε! Τώρα πέρασαν όλα αυτά! Μεσάνυχτα πιάσαμε! Και όταν το καταλάβουμε... Αν δεν εκοιμηθούν οι Γιάνοι, τώρα ξέρεις την ιστορία μου. Παναγιώτη τον λένε τον αδερφό σου, είπες Άγιε, ε! Ναι, Παναγίοι τον φωνάζουν εμείς. Και δε μου λες πότε έγινε το έγκλημα. Θέλω να πω ποια είναι ο Ρωμηνία ακριβώς. 16 του Δεκέμβρη ήταν. Νύχτα πηγαίνοντας για 17. Πάνε 20 χρόνια από τότε. Και το χωριό της Αρχοντής, Αμπελάκια αν θυμάμαι, ναι, έξω από τη Σπάρκη. Μα δεν μου λες βρε Ζερβό, γιατί με ρωτάς συνέχεια, δεν με πιστεύεις μήπως. Όχι, όχι βρε Άγιε, προς Θεού. Αλήθεια λες που να μην έλεγες, να έτσι ρώτησα. Δεν πειράζει, άντε να ησυχάσουμε Ζερβό, σιγά σιγά θα ξημερώσουμε. Κυρία Ελέησα τον Παναγιώτη Άγιε, Άγιε δεν κοιμάσαι Κυρία Ελέησα τον Παναγιώτη Την Αρχοντή Βασίλη Κοιμάται, κοιμάται και προσεύχεται. Τι να πω Άγιε, υποκλίνομαι. Κύριε λέει σε το Γιάννη. Και για μένα προσεύχεσαι Άγιε. Και για μένα καλά κάνεις. Ήρατε παιδιά, ήρατε Ένας ληστής, κατάδικος Ποιος ξέρει πόσα κρίματα τον βάρεναν Ίσως απάνω στη ληστεία τον έχει σκοτώσει και άνθρωπο και τον σταυρώνανε δίπλα στον σταυρωμένο μας Χριστό. Κι όμως, την τελευταία του Στιαμή μετάνιωσε. Είπε ένα μνήσθητη, ένα μονάχα μνήσθητη. Νίστη τι μου Κύριε όταν έλθεις στην τη βασιλεία σου Θυμήσου και εμένα Κύριε στη βασιλεία σου Ζήτησε τη συγχώρεση με αυτό Και ο Θεός Είδατε αγάπη ο Θεός Ούτε ερωτήσεις, ούτε ανακρίσεις, ούτε δίκες, τίποτα Άπλωσε μόνο μια στα χέρια του την αγκαλιά του πάνω στο σταυρό Σήμερα του είπε, σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο Είδατε, μετάνιωσε ο άνθρωπος, αγάπησε ο Θεός. Τι γίνεται βέρε Χριστό εδώ, στην εκκλησία είμαστε. Είδατε κύριε επιθεωρητά, όπως το είπατε, από τότε που ήρθε ο Άγιος, αυτός που βλέπετε εκεί να τους μιλά, έγινε η φυλακή εκκλησία, τους ημέρωσε. Το βλέπω. Αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτε, βρε Χρήστο. Μήπως εγώ καταλαβαίνω, νομίζετε. Όταν τον φέραν αυτόν για πρώτη φορά εδώ, ούτε μιλούσε, ούτε λαλούσε, τίποτα. Έκανε όλο κομποσκίνια και μετάνησε. Όμως μια μέρα... Βρήκε έναν απελπισμένο στα λουτρά, είχε σκοτώσει τη γυναίκα του αυτός και ήθελε να κρεμαστεί. Τον πρόλαβε ο Άγιος, τον πήρε απόμερα και άρχισε να του μιλά ώρα πολύ. Τι του λέγε, κανείς δεν ξέρει. Πάντως αυτός ζήτησε παππού. Παπά μετά να εξομολογηθεί Μη μου πεις Ναι το μάθανε και άλλοι Και άρχισαν να το ζυγώνουν Είχε βλέπετε μια γλύκα επάνω του αυτός Τραβούσε Να μην σας τα πολυλογώ Σιγά σιγά το πράγμα οργανώθηκε όπως το βλέπετε Κάθε μεσημέρι Όταν αυλίζονται Έχει το μάθημα Πυρήργα πράγματα μου λέτε βρε Χρήστο Ανήκουστα Τα βλέπετε με τα ίδια στα μάτια κύριε Πεθωριτά Αλλά σταθείτε Νομίζω ότι τελείωσε να τον ακούσουμε Γι'αυτό Τό σας λέω παιδιά, η πιο μεγάλη αμαρτία και η πιο χαζή είναι απελπισία. Γιατί κανείς να απελπιστεί αφού όλα τα σβήνει ο Θεός με τη μετάνοια. Είσαι μαύρος, γίνεσαι πιο λευκός και από το χιόνι όπως λέει ο Κεταβίδ. Είσαι κακούργος, γίνεσαι άγιος. Να τι είναι όλη η αμαρτία που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος Κάρβουνο Κάρβουνο αναμένο Και αγάπη του Θεού Οκεανός Ρίξτε το κάρβουνο μέσα στον ωκεάνο Τι θα γίνει Θα σβήσει Θα χαθεί Κοίτα να δεις Κάθονται σαν μαθητούδια Και τον ακούνε Ήτανε κύριε επιθεωρητά Και δεν μου λες βρε Χρήστο Αυτός ο Άγιος Με ποια κατηγορία κρατείται στις φυλακές Αυτό αναρωτιόμουν και εγώ Τι έκανε αυτός ο άνθρωπος Αγάπησε μια κοπελιά Σαν ήτανε παιδί και σκότωσε τον άνθρωπο της. Κακιά στιγμή, κύριε Πεθωρίτα. Κακιά στιγμή. Πράγματι. Κρίμα τον άνθρωπο. Υπότιτλοι AUTHORWAVE Άντε Γιάννη, δεν θα σηκωθείς. Πάμε. Πήγαινε εσύ. Θα έρθεις σε λίγο. Καλά. Αχ Θεέ μου! Τι έγινε πραγματικά εδώ? Τι έβαθες απόψε? Τίποτα Άγιε, τίποτα. Να σκέφτομαι. Τι σκέφτεσαι? Εκείνη την ιστορία που μας είπε στην αυλή με τον ληστή. Περ'λοιπόν. Να λέω... Σίγουρα είχε σκοτώσει άνθρωπο πάνω στις ληστείες του. Γι'αυτό τον στάβροναν. Δεν ξέρω, Ζερβό. Έτσι του είπα. Άκου με εμένα. Ξέρω γω. Σίγουρα είχε σκοτώσει άνθρωπο. Αλλιώς γιατί να πει το μνήσθητη. Αχ... Σαν εμένα ήταν αυτός ο Δόλιο. Σαν εμένα. Τι λες ρε, σκότωσες εσύ ποτέ σου άνθρωπο. Αχ δεν με ξέρεις Άγιε, καλά ότι και εσύ. Σε ντράπηκα. Μάλλον πια δεν το βαστώ. Ναι Άγιε, σκότωσα άνθρωπο. Ο Στερβός είναι φωνιάς όπως ο αδελφός μου. Πειρέμισε βέ, σύγγελθε. Σου είπα για τον αδερφό μου και άρχιες να φαντάζεσαι. Είσαι ευαίσθητος, μωρέ Ζαρβό. Σε τάραξα. Όχι, όχι Άγιε. Κάτσε να σου το πω απ'την αρχή να καταλάβεις. Εγώ όπως ξέρεις, έκλειβα. Κι αν δεν έχω κλέψει. Ξέρω όλο το κολονάκι σπίτι σπίτι Μόνο εκεί φτυπούσαμε Τους πλούσιους Τις βίλες και τις τράπεζες Δεν πάναν βάζαμε στις αγερμούς Φύλακες, σκυλιά λαγωνικά Εμείς κάβαμε κάτω από τη γη Σαν φίδι σερνόμουνα Να δεις να είναι το σπίτι ζωσμένο γύρω γύρω σαν τον αστακό Και να σου μέσα ο ζερβός βγαλμένος από τη γη Κι άντε μετά πιάστονε Σκιά με λέγανε σκιά Πράγμα βρε, να σου δώσουμε και έπαιρνα. Φόβος και τρόμος ήταν για τους παραλίδες ο Ζερβός. Μα είχα μια αναρχία άγιε. Να μην πειράξω έναν άνθρωπο. Ούτε φτωχό, ούτε πλούσιο. Ανθρώπινη ζωή ποτέ. Και τότε πόσο είσαι φωνιάς βρε. Κακιά στιγμή βασίλη, κακιά στιγμή. Κάνουμε μια δουλειά στην Εθνική και εκεί που όλα πήγαιναν καλά και ετοιμαζόμουν να ανοίξω το χρηματοκιβώτιο που ξεπετάχτηκε μπροστά μου εκείνη η καθαρίστρια βρεάγγια μια φτωχή γυναικούλα ήτανε έβγαλε μια κραυγή και έπεσε κάτω ξερή Τι να έκανα εγώ, έπρεπε να φύγω ε, μια λίγο θυμιά είπα είναι, τρόμαξε Αν το βράδυ στις ειδήσεις άκουσα, Άγιε, πως πέθανε. Ανακοπή είχε πάθει. Κάηκα, Άγιε. Κάηκα. Τη σκότωσες, έλεγα, άθλια τη Φουκαριάρα. Τη σκότωσες. Ούτε δουλειά ήθελα να κάνω άλλη, ούτε τίποτα. Κι έτσι την επόμενη φορά... Τα έκανα όλα ατζαμίδικα επίτηδες. Άφησαν να χτυπάνε στην αγερμή για να με πιάσουν. Και που με πιάσαν όμως άγιε δεν ηρέμησα. Δεν ησύχασα. Τη βλέπω συνέχεια μέσα μου και καίγομαι. Μην κοιτάς που φωνάζω και που χωρατεύω. Εσύ τη νύχτα κοιμάσαι σαν μωρό, αλλά εγώ στριφογυρίζω στο κρεβάτι μου από τις τύψεις. Δόξα να έχει ο Πανάγαθος. Μη κοροϊδεύεις Άγιε! Τι λόξα να έχει ο Πανάγαθος! Που έγινε αιτία να πεθάνει ένας άνθρωπος και τώρα, και τώρα μασανίζομαι! Μη φωνάζεις, μη φωνάζεις. Δε σκότωσες εσύ εκείνη την ψυχή. Ήταν η ώρα της και θα την έπαιρνε ο Θεός. Μα τα έφερε έτσι ο Έβεσπλαιχνός για να σε βγάλει και σένα από τον κακό σου δρόμο γιατί εσύ από μόνος σου δεν έλεγες να βγεις εδώ μιλάς για τις ληστείες σου και καμαρώνεις Γεια Στάσου βρε Άγιε Στάσου να το συζητήσουμε εσύ που ξέρεις τα πολλά τι κακό έκανα δηλαδή που έκλεβα αφού σου είπα από τους πλούσιους σε έπαιρνα μονάχα Οι πλούσιοι άγιοι πρώτοι εκείνοι κλέβουν τον ιδρώτα του φτωχού. Και έτσι είπα και εγώ να πάει να τους κλέψει ο φτωχός που πάει να πει να πάρει πίσω τα κλεμμένα. Πώς θα έρθει λίγο δίκιο σε τούτο τον παλιό κοσμό. Μου λες δίκια πράγματα. Και έπειτα τι νομίζεις, ε, πως έκλεβα για να γεμίζω τις τσέπες μου εγώ. Όχι Άγιε, τα διναπίσω στη φτωχολογιά, εκεί που ανήκουνε. Ξέρεις πόσα παιδιά έδισα, ε, πόσους φτωχούς τους χόρτασα. Όλοι αυτοί θα έρθουνε στη δευτέρα παρουσία και θα βάλουνε τον Γιάννη στον παράδεισο. Τι λες βρε αθεοφορδε. Εκάμεσαι λαιμοσύνη με κλεμμένα και πενέβεσαι. Το δίκιο υπερασπιζόμουν, Άγιε. Είναι δίκιο στους ζερβούς. Το δίκιο. Μάλιστα. Σε πήρε ο Θεός για την Κυγόρο του. Και δεν μου λες βρε ζερβό, αφού αυτό είναι το δίκιο που λες. Γιατί δεν το γράφει ο Θεός μες στον νόμο του, ε? Γιατί εδώ ο Θεός θα λέει αλληλότητα. Φαίνεται ο Θεός δεν ξέρει, ε. Γιατί εδώ γράφει μην πλένεις, τελεία και πάυλα. Δεν λέει «κλέψε τον πλούσιο, μη κλέβεις τον φτωχό», έτσι. Ούτε λέει «κλέψε για να κάνεις ελεημοσύνη». Αντίθετα. Αν ανοίξουμε στην προσεφεσίουση επιστολή, θα δούμε τι παραγγέλνει ο Αγώστολος Παύλος. «Ο κλέπτον μη κέντει κλεπτέτο, αλλά μάλλον κοπιά το εργαζόμενο στο αγαθόντες χερσί». Δηλαδή. Αυτός που κλέβει, να σταματήσει πια να κλέβει και να αρχίσει να δουλεύει τίμια με τα χέρια του και συνεχίζει βάλαγκά του. Γιατί? Ή να έχει με τα διδώνε το χρήαν έχοντι για να έχει να δίνει στους φτωχούς, αυτούς που δεν τα έχουν. Λοιπόν, τι γίνεται Ζερβό? Άμα λέει το πέρα ο Θεός. Ε βέβαια. Ο Ζεφός είναι καλός και δίκαιος, ενώ ο Θεός είναι άδικος, κι εγώ το και μπορώ να'τους φτωχούς. Δεν είπα αυτό βρε Άγιε. Εν τι είπες βρε. Ακούς Ζεφό, θα σου τα πω καθαρά με δυο κουβέντες να καταλάβεις. καλό και δίκαιο σ'αυτόν τον κόσμο είναι μόνο ό,τι ορίζει ο Θεός στο Ευαγγέλιο. Γιατί ο Θεός είναι ο μόνος δίκαιος. Κι αν το καλώς σκεφτείς, και ο ανθρώπινος νόμος στον νόμο του Θεού στηρίζεται. Όταν ο άνθρωπος σκεφτεί, εμένα αυτό δεν μ'αρέσει, θα το κάνω αλλιώτικα, είναι σαν να λες στον Θεό, κοίταξε, εσύ δεν ξέρεις, κάνε στην άκρη να το κάνω εγώ καλύτερα. Ε αυτό κατά τους αρχαίους, οι οποίοι ήταν και σοφοί, λέγεται ύβρις. Δηλαδή βρίζει ο άνθρωπος, προσβάλλει τον Θεό, μεγαλοπιάνεται. Μεγαλοπιάνεται και βάζει την αφεντιά του πάνω από τον Θεό. Έτσι μεγαλοπιάστηκε και ο Ασφόρος, που ήταν άγγελος και έπεσε απ'τον ουρανό και έγινε ο διάβολος. Θεός φυλάξει, βρε Άγγε. Αν είναι δυνατόν, έβαλα εγώ την αφεντιά μου πάνω από τον Θεό. Την έβαλα. Την έβαλα. Την έβαλες, την έβαλες αλλά δεν το νιώθες. Και μετά, να σου πω βραζεργό, χαράμισες τον εαυτό σου. Τόσο μυαλό, τι το βάλει ο Θεός μου στο κεφάλι σου, για να βρεθείς εδώ μέσα, για να σκουδάσεις βρε το βαλέ, να προκόψεις. Ξέρεις τι θα ήσουν εσύ σήμερα αν σκούδαζες ε! Να σπουδάσω, να σπουδάσω ήθελα Άγιε. Ήμουνα πρώτος στο σχολείο. Τα αγάπαγα. Όλα σωστά, Ταλές Βασίλειε. Όλα σωστά. Τη ζωή μου τη χαράμισα και στον Θεό αμάρτησα. Έλα, δεν πειράζει. Δεν πειράζει, αρκεί που τώρα το κατάλαβες. Εξ όλου το είπαμε και το πρωί. Τα σβήνει όλα ο Θεός με τη μετάνοια. Ρε Γιάννη, εσύ είσαι καλό και φιλότιμο παιδί. Απορώ. πως μπήκανε μέσα στο κεφάλι σου όλες αυτές οι παράξενες ιδέες και έπλεξες με τις κλεψιές. Είχα άκτη με τους πλούσιους, είχα άκτη. Γιατί βρε Γιάννη, σε πείραξε κανένας πλούσιος. Γιάννη. Ω βέτα χρονώ ήμουν Άγια. Όταν έφυγε η μάνα και μας άφησε, για να πάει με έναν πλούσιο βιομήχανο. Δεν άντεχε άλλο τη μιζέρια έλεγε και εκείνος θα τη ζούσε σαν βασίλισσα. Ο κύριος μου δεν τ'άντεξε και το έριξε στο πιωτό γυρνούσε τα βράδια με τα μάτια κόκκινα από το κρασί και έβριζε και έσπαγε κι αν ήμασταν κι εμείς μπροστά του μας έδερνε και εμάς κι εμένα και την αδελφή μου τη λένα κοριτσάκι οχτωχρονώνάκι Ενας πλούσιος έγκλεψε τη μητέρα μου και τη χαρά μου. Πολύ ήταν εγώ να γλέψω την περιοσία του, ε! Τι λες Βεργιάννη, ποτέ σου δεν μου μίλησες γι'αυτά. Την έχω πω άγια, τι να πω. Μιλιούνται αυτά. Μα τώρα, πάμε, πέρασαν αυτά. Στο κάτω-κάτω της γραφής ήμουν παιδάκι. Δεν έφταιγα εγώ. Μα με το άλλο, Άγιε, τι θα γίνει με το άλλο. Εφτά χρόνια τώρα γλυκό ψωμί δεν έβαλα στο στόμα μου. Να με βρει, λέω, και μένα μια αναποπή, να ησυχάσω πια. Και να πεις δεν έκανα όπως μας είπες πήγα και εξομολογήθηκα το και το είπα στον παπά γιατί αυτό με βάραινε έβλεπα εσένα όπως έβγαινες και έλαμπες ολόκληρος και έλεγα εγώ γιατί δεν μπορούσα Έλεγα θα ηρεμήσω, έτσι μας είπε ο Άγιος. Μα δεν ηρέμησα βασίλη, δεν ηρέμησα. Και μετά την εξομολόγηση δεν ηρέμησα. Τόσο αμαρτωλός είμαι λοιπόν. Χειρότερος και αποτολιστή. Δεν έχει έλεος για μένα ο Θεός. Δεν έχει έλεος. Ησύχασε Γιάννη, ησύχασε. Δε φταίει η εξομολόγηση που δεν ηρέμησες. Δεν ήταν η πρώτη σου αμαρτία ο Βόλος. Η κλεψιά ήταν. Το είπαμε αυτό. Και εσύ για αυτήν δεν μετάνιωσες. Την κράταγες σαν φυλακτό. Ε πώς να ηρεμήσει έτσι η ψυχούλα σου. Τώρα Άγιε, τι θα γίνει τώρα? Τώρα εσύ θα μου πεις. Τώρα θα πάω και θα εξομολογηθώ ξανά. Θα τα πω όλα από την αρχή, έτσι όπως πρέπει. Έτσι καλά. Τώρα φωτίστηκες μετά ενός εσάς. Να δεις την Πέμπτη που θα βγεις από το εξομολογητήριο θα σου έχει πάρει ο Θεός όλον τον πόνο σου από την ψυχή σου. Μακάρι, Άγιε, μακάρι. Έτσι θα γίνει σίγουρα. Σου είπε ποτέ ο Βασίλης ψέματα. Καλά που έχω και σένα, Άγιε. Τι θα γινόμουν αλλιώτικα. Σίχασε, Γιάννη. Όλα θα τακτοποιηθώ. Τι θα έκανα χωρίς εσένα. Άντε, πες να ξαπλώσεις τώρα, να κοιμηθείς. Χουράστηκε σήμερα. Κλείσε τα μάτια και λέγε την ευχή. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Και μη σε μέλει τίποτα. Να, πάρε και το κομποσχήνι μου. Έλα παιδί, παιδί του τσακίς. Είναι έξω νύχτα και σκοτάδι και σιωπή Ούτε ένας φίλος να του πω τη μοναξιά μου Απ'τον φεγγίτη πως θα δω τον ουρανό με την καρδιά να θυσιασώ την καρδιά μου. Γύρω μου ο κόσμος φτωχός, φέρνω κομμάτι από φως, και αγαπώ και ελπίζω και επανέβω. Που άλλος να γίνει αυτός, δίχως να ξέρω το πώς Δεν γνωρίζω αυτόν που γυρεύω Υ