Transcript for:
Ηθική Φιλοσοφία του Ιμμάνουελ Καντ

Ο Immanuel Kant 1724-1804 αποτελεί έναν από τους τρεις βασικούς πυλώνες της ηθικής φιλοσοφίας μαζί με την αριστοτελική ηθική και τον οφελημισμό, έτσι όπως διατυπώθηκε από τους Bentham 1748-1832 και Mill 1806-1873. Η κατηγορική προσταγή Όλοι οι άνθρωποι είναι έλογα όντα. Κάθε άνθρωπος μπορεί να διατυπώσει τους δικούς του ηθικούς νόμους ή αλλιώς ηθικούς γνώμονες ή τις υποκειμενικές αρχές του με βάση τη δική του λογική. Ο Καντ μας ζητά να διατυπώσουμε τους ηθικούς νόμους με βάση την κατηγορική προσταγή η οποία λέει το εξής. Πράτε πάντα έτσι ώστε να μπορείς να θέλεις η υποκειμενική σου αρχή να γίνει καθολικός νόμος. Το να μπορείς να θέλεις σημαίνει να είσαι αυτόνομο όν, να έχεις ελεύθερη βούληση και η θέλησή σου να μην καθορίζεται από κανέναν άλλον παράγοντα παρά μόνον από τη λογική σου. Η κατηγορική προσταγή είναι καθαρά φορμαλιστική, είναι κενή, δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, δεν μας υπαγορεύει τι είναι ηθικό και τι όχι, τι καλό και τι κακό, τι άδικο και τι δίκαιο. Η κατηγορική προσταγή... Ισχύει ανεξαρτήτως προϋποθέσεων, ανεξαρτήτως των συνθικών και των συνεπειών που ενδεχομένως προέκυψαν από την εφαρμογή της στην πράξη. Υπάρχουν και άλλου τύπου προσταγές όπως οι υποθετικές. Η υποθετική προσταγή περιλαμβάνει και εκείνη μέσα της τη λέξη πρέπει. Αλλά κάθε φορά που υπάρχει το πρέπει, η προτροπή ή η απαγόρευση να κάνω κάτι δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η πρόταση αυτή είναι ηθική. Για παράδειγμα, αν θέλω να οδηγώ πρέπει να έχω δίπλωμα, αλλά αν δεν θέλω να οδηγώ δεν χρειάζεται να έχω δίπλωμα. Αντίθετα, οι κατηγορικές προσταγές είναι απόλυτες. Δεν εξαρτώνται από τίποτε άλλο. Δεν σου λέει λοιπόν να μην λες ψέματα όταν και εφόσον συμβαίνει κάτι, αλλά ποτέ να μην λες ψέματα εφόσον έχεις επιλέξει ως υποτιμενική αρχή να λες πάντα την αλήθεια. Συνεπώς, Μπορείς λογικά να θέλεις η υποκειμενική σου αρχή να είναι καθολικός νόμος. Το καθήκον και ο ηθικός νόμος δεν είναι δυνατό να έχουν εμπειρική προέλευση, να έχουν δηλαδή σχηματιστεί από την παρατήρηση των ανθρώπινων πράξεων. Οι ηθικές έννοιες και αρχές δεν συνάγονται από στεριόρι, αλλά τίθενται απριόρι, γιατί αναφέρονται όχι στο τι έγινε, γίνεται ή μπορεί να γίνει, αλλά σε ό,τι πρέπει να γίνει. Ο ηθικός νόμος υποχρεώνει επιτακτικά τη βούληση γιατί έχει κύρος όχι για τον άνθρωπο ειδικά αλλά για όλα γενικά τα έλογα όντα. Ο ηθικός νόμος δεν πηγάζει από την εμπειρική πραγματικότητα. Εστία του είναι ο νοητός κόσμος. Προβάλλεται απριόρι μέσα από τη φύση του ίδιου του λόγου που ισχύει γενικά για όλα τα έλογα όντα και για τούτο υποχρεώνει επιτακτικά και την ανθρώπινη θέληση στην άσκηση της αρετής. Μόνο ένα έλογο έχει τη δύναμη να ενεργεί σύμφωνα με νόμους, δηλαδή σύμφωνα με αρχές, έχει λοιπόν βούληση. Η ανθρώπινη φύση ρυθμίζεται από νόμους και η θέλησή του υποτάσσεται στους νόμους αυτούς. Η λογική, ο λόγος, υπάρχει ως φυσικός νόμος στον άνθρωπο και συνεπώς ο άνθρωπος οφείλει να υποτάσσεται σε αυτήν. Η κατηγορική προσταγή μπορεί τώρα να διατυπωθεί και ως εξής. Πράτε σαν να πρέπει ο κανόνας της πράξης σου να γίνει με τη θέλησή σου γενικός φυσικός νόμος. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η κατηγορική προσταγή πρέπει να υπάρχει ως απόλυτη αξία, να είναι ένας αυτοσκοπός που να ανταποκρίνεται στη φύση ενός πρακτικού νόμου. Τι άλλο μπορεί να είναι αυτό παρά το ίδιο το έλογο, ο άνθρωπος και γενικά κάθε έλογο υπάρχει ως αυτοσκοπός. όχι απλώς ως μέσο για να το μεταχειρίζεται κατά την αρέσκειά της αυτή ή εκείνη η βούληση. Και πρέπει σε όλες τις πράξεις του που είτε στον εαυτό του απευθύνονται είτε σε άλλα έλογα όντα, πάντα να θεωρείται ταυτόχρονα ως σκοπός. Σύμφωνα με τον Καντ, τα πράγματα έχουν αξία, αλλά οι άνθρωποι έχουν αξιοπρέπεια. Αυτό σημαίνει πως κάθε άνθρωπος... Ορίζει την αξία του και θέτει τους σκοπούς του στη ζωή του, οι οποίοι πρέπει να είναι σεβαστοί από όλους, εφόσον δεν προκαλούν βλάβη στους άλλους, εφόσον υπαγορεύονται από την αρχή της ηθικότητας. Ο άνθρωπος θέτει ως σκοπό της ζωής του, μεταξύ άλλων, την αξιοπρεπή διαβίωση, τον βιοπορισμό, την ατομική πρόοδο, την εξέλιξη, την πνευματική και ψυχική ανάταση, την ηλική ευημερία, την ηθικότητα, την ευτυχία. Συνεπώς, ορίζει ο ίδιος ως έλογο του σκοπούς στη ζωή του την αξιοπρέπειά του. Έτσι διατυπώνεται η πρακτική προσταγή. Πράτε έτσι. ώστε την ανθρωπότητα τόσο στο πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο καθενός άλλου πάντα να τη μεταχειρίζεσαι ταυτόχρονα ως σκοπό και ποτέ μόνο ως μέσο. Με άλλα λόγια, να αντιμετωπίζεις τον άνθρωπο πάντοτε ως σκοπό, ως αυθύπαρκτη αξία και όχι ως μέσο για να πετύχεις τους δικούς σου σκοπούς και να ικανοποιήσεις τις δικές σου επιθυμίες ή τα προσωπικά σου συμφέροντα. Η νομοθεσία που στους ορισμούς της υποχρεώνεται να υποτάξει τους κανόνες των πράξεων της η ηθική βούληση δεν επιβάλλεται από καμία εξουσία εξωτερική ή και υπέρτερη ακόμη όπως του Θεού αλλά είναι έργο αυτής της ίδιας της ελεύθερης βούλησης. Η ελεύθερη βούληση του κάθε έλογου όντως είναι η εξουσία που θέτει στους νόμους στους οποίους η ίδια υποτάσσεται. Νομοθετούμε σαν έλογα όντα και υπακούμε σαν όντα έλογα και συνάμα αισθησιακά. Ο λόγος μόνο καθοδηγεί τη βούλησή μας. Οι πράξεις μας, καλές ή κακές, είναι αποτέλεσμα της βούλησής μας. Η ελευθερία, αυτονομία της βούλησης και όχι η ετερονομία της φύσης του Θεού ή κάποιας άλλης υπερβατικής δύναμης είναι η υπέρτατη και μοναδική αρχή που θεμελιώνει όλους τους γνήσια ηθικούς νόμους. Με τη θέλησή τους τα έλογα όντα γίνονται οι νομοθέτες μιας καθολικής νομοθεσίας και στις πράξεις τους το καθένα συμπεριφέρεται απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στα άλλα αόμια έλογα όντα σαν να είναι όλα πάντα σκοπή και ποτέ μέσα για κάποιον άλλον σκοπό. Μια τέτοια ιδεώδης κοινωνία κατανάγκη θα προκύψει από τη συμβίωση αυτών των όντων που και σε γενικούς νόμους υπακούν και σαν αυτό σκοπό θεωρεί το ένα το άλλο και ποτέ ως μέσο. Αυτή τη συστηματική ένωση των έλογων όντων ο Καντ την ονομάζει βασίλειο των σκοπών. Κάθε έλογον ανήκει δικαιωματικά στο βασίλειο αυτό αφού αυτονομείται. Πώς είναι δυνατόν όμως να δοθεί μια κατηγορική προσταγή? Η κατηγορική προσταγή είναι πρόταση συνθετική διότι η έννοια του κατηγορουμένου και του αγκοριστικού κατηγορουμένου δεν εμπεριέχεται στην έννοια του υποκειμένου. Η κατηγορική προσταγή είναι συνθετική πρόταση γιατί μας δίνει επιπλέον πληροφορίες για το υποκείμενό της, το κατηγορούμενό της δηλαδή δεν εμπεριέχεται στο υποκείμενό της. Και μάλιστα είναι απριόριστη συνθετική γιατί δεν πηγάζει από κανένα είδους εμπειρίας αλλά μέσα από τον ίδιο τον λόγο. Συνθετικές προτάσεις αυτού του είδους τότε μόνο είναι δυνατές όταν οι δύο όροι, οι γνώσεις που τις αποτελούν, έρχονται σε συνέφεια ο ένας με τον άλλον, χάρη στον σύνδεσμό τους με έναν τρίτο όρο κοινό και στους δύο. Αυτόν τον τρίτο όρο, στην προκειμένη περίπτωση, θα μας τον προμηθεύσει η θετική έννοια της ελευθερίας. Ελευθερία κατά την αρνητική έννοιά της, είναι η ιδιότητα της αιτιότητας να ενεργεί ανεξάρτητα από ξένες καθοριστικές αιτίες. Η ελευθερία και η ηθικότητα ταυτίζονται δια μέσου της έννοιας της αυτονομίας. Αλλά η ελευθερία είναι κάτι που δεν αποδεικνύεται εμπειρικά, από την εμπειρική δηλαδή παρατήρηση της ανθρώπινης φύσης. Ελεύθεροι θεωρούμε τη βούλησή μας, επειδή ελευθερία υπάρχει κατά ανάγκη σε κάθε έλογο. Συνεπώς, η ελευθερία δεν αποδεικνύεται, αλλά πρέπει να προϋποτίθεται μέσα σε κάθε έλογο, Επομένως και στη βούληση του ανθρώπου ως έλογου όντως. Κάθε έλογο όν, από τη μία βλέπει τον εαυτό του μέσα στην περιοχή του αισθητού κόσμου, του φυσικού, υποταγμένο σε νόμους φυσικούς, ετερονομία, και από την άλλη τον βλέπει σαν ένα όν που ανήκει στον νοητό κόσμο και βρίσκεται υπό το κράτος νόμων ανεξάρτητον από τη φύση, όχι δηλαδή εμπειρικών, αλλά θεμελιωμένων. μέσα στον ίδιο τον λόγο. Άρα, σαν ένα ον αυτόνομο και επομένως ελεύθερο. Την έννοια της ελευθερίας και την έννοια της ηθικότητας ως υποχρεωτικής υπακοής σε αμετάβλητους νόμους Κινούμαστε όχι πάνω στο ίδιο αλλά σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Όταν στοχαζόμαστε τον εαυτό μας ελεύθερο, τον τοποθετούμε μέσα στον νοητό κόσμο και εννοούμε την αυτονομία της βούλησης καθώς και την ακολουθία της, την ηθικότητα. Όταν πάλι στοχαζόμαστε τον εαυτό μας ηθικά υποχρεωμένο, τότε τον θεωρούμε σαν ανήκει στον αισθητό κόσμο και ταυτόχρονα στον νοητό. Ο ηθικός νόμος μας υποχρεώνει επειδή είμαστε όντα που που ανήκουμε και στους δύο κόσμους, με τον λόγο στον νοητό, με τις αισθήσεις στον αισθητό κόσμο. Ελεύθεροι όμως είμαστε μόνο σαν όντα που ανήκουν στον κόσμο των πραγμάτων αυτών καθεαυτά. Η κατηγορική προσταγή είναι δυνατή να υπάρχει με την ιδέα ότι η ελευθερία με κάνει μέλος ενός νοητού κόσμου. Συνεπώς το ηθικό πρέπει να είναι η αναγκαία βούληση ενός όντος ως μέλος ενός νοητού κόσμου. και γίνεται νοητό όπως πρέπει, ως κατηγορική πρωτεσταγή δηλαδή, εφόσον το «ον» αυτό θεωρεί τον εαυτό του ταυτόχρονα και μέλος του εθιστικού κόσμου. Τελικά, ο ηθικός νόμος ρυθμίζει και καθορίζει την ποιότητα της ηθικής μας ζωής. Δεν τον φτάνουμε με τη γνώση, αλλά μόνο με την πράξη γινόμαστε άξιοι του. Πού οφείλεται ωστόσο η ύπαρξη κακών... υποκειμενικών αρχών, η απλή εμπειρική παρατήρηση το επιβεβαιώνει. Ο Καντ, αναγνωρίζοντας την παράδοση του Αυγουστίνου, υποστηρίζει ότι αυτό δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο, το κακό δεν είναι προϊόν της φύσης, δεν έχει την αιτία του στην ανθρώπινη φύση. Το θεμέλιο κάθε υποκειμενικής αρχής δεν είναι εξωτερικό ως προς τη θέληση. Το θεμέλιο της υποκειμενικής αρχής είναι μόνο η θέληση η ίδια, η ηθική βούληση. Μια κακή υποκειμενική αρχή προέρχεται από μια άλλη ήδη ενσωματωμένη αρχή και αποκλειστικά και μόνο από την βούληση του ατόμου. Κάνει κάποιος κάτι κακό για παράδειγμα γιατί το θέλει, γιατί θέλει να πετύχει κάτι, γιατί κάποιος μας βλάπτει, λόγω της φύσης του ή του DNA του. Όχι. Πράττει έτσι επειδή θέλει να πετύχει κάτι, επειδή το θέλει. Συνεπώς η πράξη, καλή ή κακή, εδράζεται στη θέληση. Η δυνατότητα του κακού, τόσο στον Καντ όσο και στον Αυγουστίνο, υπάρχει στη θέληση. Η ηθική βούληση υπακούει σε έναν απριόρι νόμο που το παράγγελμά του το αισθάνεται από κάθε άποψη αναγκαίο. Είναι αδύνατο να διανοηθούμε οτιδήποτε άλλο μέσα στον κόσμο, αλλά ακόμα και έξω από αυτόν, που θα μπορούσε να θεωρηθεί αγαθό χωρίς περιορισμούς, παρά μονάχα μια αγαθή βούληση. Ηθική αξία έχουν μόνο εκείνες οι πράξεις, που γίνονται χωρίς καμία κλίση, ροπή, να μας τις επιβάλλει άμεσα ή έμεσα και μόνο γιατί έτσι μας υπαγορεύει το καθήκον να ενεργήσουμε. Όταν μια πράξη γίνεται από κλίση και όχι από καθήκον, λείπει από την αρχή που την υπαγορεύει το ηθικό περιεχόμενο. Μια πράξη που γίνεται από καθήκον έχει την ηθική της αξία όχι μέσα στην πρόθεση αλλά στον ηθικό νόμο. Δεν κρίνουν την ηθική αξία μιας πράξης τα αποτελέσματα της πράξης, γιατί αυτά δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από τη βούλησή μας. Ούτε και οι προθέσεις, οι σκοποί δηλαδή που πρόκειται να πραγματοποιηθούν με την ενέργειά μας, είναι τα μέτρα της ηθικότητας. Η ηθική αξία των πράξεων πρέπει να αναζητηθεί στο φρόνημα, στη λογική, δηλαδή την υποκειμενική αρχή στην οποία υπακούει η βούληση όταν της αποφασίζει είτε είναι επιθυμητό το αντικείμενό τους είτε όχι. Καθήκον είναι να θεωρείς μια πράξη αναγκαία από σεβασμό προς το νόμο. Ο σεβασμός προς το νόμο είναι το μόνο συνέστημα που ανέχεται μέσα στα πλαίσια της η ηθική θεωρία του Καντ. Η υποκειμενική αρχή δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, είναι απλώς μια φόρμουλα, έχει καθαρά φορμαλιστικό χαρακτήρα. Ο Καντ δεν ενδιαφέρεται εάν ο ηθικός νόμος... που θα ακολουθήσει ο καθένας είναι καλός ή κακός αρκεί να είναι προϊόν λογικού όντως, δηλαδή του ανθρώπου. Δεν προτείνει ηθικούς κανόνες, αλλά μία μέθοδο διατύπωσης του ηθικού νόμου που θα έχει την καθολική ισχύ. Για να κρίνουμε μία πράξη θα πρέπει να γνωρίζουμε την υποκειμενική αρχή, τον γνώμονα κάτω από την οποία έγινε η πράξη αυτή. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα αγαθό, πέρα από την αγαθή θέληση και τίποτα κακό. πέρα από την κακή θέληση. Ο άνθρωπος, επειδή έχει ελεύθερη βούληση, μπορεί να επιλέξει να κάνει όποια πράξη επιθυμεί Η συμπεριφορά σύμφωνα με την υποκειμενική του αρχή. Κακός δεν είναι αυτός που κάνει κακές πράξεις, αλλά είναι αυτός που όταν πράττει, μας επιτρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η πράξης του είναι αποτέλεσμα κακών υποκειμενικών αρχών. Κακός άνθρωπος δεν είναι αυτός που κάνει ένα κακό από παράληψη ή από κάποιο λάθος. Κακός είναι αυτός που πράττει κακές πράξεις με βάση τις υποκειμενικές αρχές που έχει επιλέξει. Ενώ όμως μπορούμε να παρατηρήσουμε τις ανθρώπινες πράξεις, δεν είναι δυνατόν να παρατηρήσουμε τις ανθρώπινες προθέσεις, γιατί οι τελευταίες είναι κάτι εσωτερικό. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τα κίνητρα των πράξεων του άλλου παρά μόνο ο ίδιος ο ενεργητής. Η ηθική λοιπόν είναι ζήτημα υποκειμενικής συνείδησης και θέλησης, γιατί κανένας δεν ξέρει καλύτερα από τον εαυτό του εάν οι πράξεις που προκύπτουν από υποκειμενικές αρχές ή όχι. Ο νόμος είναι αποτέλεσμα πράξεων και αποτελεσμάτων. Ωστόσο, δεν είναι καλό να ηθικολογούμε εύκολα χωρίς να ξέρουμε τα πραγματικά κίνητρα των πράξεων. Για να πούμε έναν άνθρωπο κακό, θα πρέπει να το συναγάγουμε αυτό από την απριόρι υποκειμενική αρχή που υπαγορεύει την πράξη του. Να εξετάσουμε την υποκειμενική αρχή που αποτελεί το θεμέλιο απριόρι της πράξης του. Το θεμέλιο αυτό βρίσκεται μέσα μας, στη βούλησή μας, στη συνείδησή μας. Τι εννοούμε ότι είναι στη φύση μας να κάνουμε το κακό. Αν το κακό όπως και στην αυθόρμητη θέληση γενικά έχει αιτιοκρατική βάση στη φύση, τότε αναιρείται η ελευθερία μας. Αν από τη φύση μας είμαστε εγκληματίες, αν τα γονίδια μας καθορίζουν τις πράξεις μας, αν οι πράξεις μας καθορίζονται από τη φύση μας, έξω από τη θέληση, τότε δεν είμαστε ελεύθεροι. τότε η πράξη δεν μπορεί να καταλογιστεί. Δεν μπορείς να πεις ότι κάποιος είναι κακός όπως το φίδι ή το λιοντάρι δεν είναι κακό και γενικά στη φύση δεν υπάρχει τίποτα ηθικά καλό ή ηθικά κακό. Για τον Καντ φύση είναι το υποκειμενικό θεμέλιο με βάση το οποίο κάνει ο άνθρωπος, δηλαδή το έλογον, χρήση της ελευθερίας του. Το θεμέλιο της χρήσης της ελευθερίας του προηγείται κάθε αισθητής πραγματικότητας. πράξεις. Είναι απριόρι. Το κακό θα το αναζητήσουμε μόνο σε κάποιον κανόνα τον οποίο η θέληση δίνει στον εαυτό της. Η ηθικότητα για τον Καντ δεν είναι θέμα καλής φύσης αλλά θέμα πειθαρχίας και αν σου αντιστέκεται η φύση σου τότε έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία η ελευθερία σου να πράττεις σύμφωνα με τον ηθικό νόμο που έχεις επιλέξει. Για τον Καντ είναι ένα ανεξερεύνητο πεδίο για ποιο λόγο ένας άνθρωπος επιλέγει τις κακές υποκειμενικές αρχές και όχι τις καλές. Για ποιο λόγο έχει την τάση να επιλέγει τις κακές αρχές και όχι τις καλές. Για να είσαι ηθικός δεν αρκεί να δράσεις με την ηθική αρχή που έχεις επιλέξει αλλά μόνο με βάση αυτή την αρχή και με καμία άλλη. Διαφορετικά η ηθική αρχή μπορεί να είναι επίπλαστη. Να αποφεύγεις να κάνεις κάτι κακό μόνο και μόνο γιατί φοβάσαι τις συνέπειες Και όχι γιατί συνειδητά έχεις επιλέξει βάση της υποκειμενικής αρχής να μην κάνεις ποτέ κάτι κακό. Αν κάνουμε κάτι από το φόβο της τιμωρίας τότε δεν κάνουμε μια ηθική πράξη και η πράξη μας δεν έχει καμία αξία. Αυτό που έχει σημασία για τον Καντ είναι να μεταμορφωθεί ο άνθρωπος σε ένα ον που θα πράττει ελεύθερα το αγαθό και τότε θα είναι ένα ηθικό ον. Συνεπώς δεν πρέπει να κρίνουμε κάποιον. μόνον από τις εξωτερικές πράξεις του, αλλά να αναζητούμε τα ηθικά ελαττήριά του, δηλαδή την πηγή της ελεύθερης βούλησης του. Οι κληρονομημένες προδιαθέσεις. Ο άνθρωπος έχει τρεις τάξεις καταβολών κατά τον Καντ. Πρώτη, η καταβολή της ζωόδους φύσης του. Όλοι οι άνθρωποι μοιραζόμαστε κάτι με τα ζώα. Έχουμε κάτι κοινό, για παράδειγμα την καταβολή της αυτοσυντήρησης με την έβρεση τροφής. Δεύτερη, η καταβολή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ανθρωπινότητας του ανθρώπου, η ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου είδους. Όλοι μετέχουμε σε κάποια άλλη διάσταση του ανθρώπου και όχι με άλλα ζώα. Έχουμε για παράδειγμα λογική, είμαστε έλογα όντα, συνεπώς είναι δυνατός ο καταλογισμός ηθικών πράξεων. κάτι που δεν μπορεί να γίνει στα ζώα. που δεν έχουν ηθικά κίνητρα για ό,τι κάνουν. Τρίτη, η καταβολή της προσωπικότητάς του ως έλογου όντως, δηλαδή όντως ικανού για καταλογισμό. Μπορεί να αντιληφθεί την κατηγορική προσταγή και συνεπώς οι πράξεις του του καταλογίζονται. Άρα, όλοι έχουμε ευθύνη πώς θα χειριστούμε την κατηγορική προσταγή ως έλογα όντα που είμαστε. Άρα, κάθε φορά που κάνουμε κάτι κακό, ζητούμε μία εξαίρεση. Βάζουμε έναν κανόνα για τους άλλους, τον οποίο δεν θέλουμε εμείς να ακολουθήσουμε. Για παράδειγμα, επιτρέπω στον εαυτό μου να λέει ψέματα, αλλά δεν θέλω οι άλλοι να λένε ψέματα, γιατί σε αυτή την περίπτωση δεν έχει νόημα το ψέμα μου. Άρα, έχουμε μια φυλαυτία, λέει ο Καντ, που προσπαθούμε να τη διατηρήσουμε για να συντηρηθούμε στη ζωή και στην οποία μετέχουν όλα τα ζώα. Ωστόσο... Τα ελαττώματα της ομότητας της φύσης μας οθούν στο κακό και προέρχονται από μια μηχανική φυλαυτία. Υπάρχει και η φυλαυτία που προέρχεται από την αναγνώριση των άλλων, όχι με την έννοια της συντήρησης ως οργανισμός, παραδείγματος χάρη να φάω εγώ και όχι οι άλλοι, όταν πεινάω και το φαγητό είναι λίγο, αλλά λόγω της θέλησης να κερδίσει την επιδοκιμασία των άλλων, με ενδιαφέρει γνώμη των άλλων. Συγκρίνω τον εαυτό μου με άλλους και θέλω να υπερέχω. Επιζητώ με κάθε τρόπο την επιδοκιμασία των άλλων. Από τον πόθο υπεροχής προέρχεται η ζήλια, η εχθρότητα, ο ανταγωνισμός. Αυτά είναι λατώματα του πολιτισμού, είναι αποτελέσματα της συμβίωσης με τους άλλους. Ο φθόνος για παράδειγμα είναι αποτέλεσμα μιας τριγωνικής σχέσης του ανθρώπου, των αντικειμένων και των άλλων. Αυτή η προσπάθεια επιβολής τους άλλους δημιουργεί τη ροπή στο κακό, στη βλάβη. Στο τρίτο επίπεδο της προσωπικότητας, το επαρκές αλατήριο της προαίρεσης είναι να ενστερνιστούμε και να σεβαστούμε τον ηθικό νόμο. Γνωρίζουμε τον ηθικό νόμο ως έλογα όντα και βάζουμε πάνω από τον ανταγωνισμό μας την κοινή ιδιότητα να είμαστε έλογα όντα. Συμπερασματικά, η ζωόδης λοιπόν καταβολή δεν έχει ρίζα τον λόγο. Η δεύτερη, της ανθρώπινης ιδιότητας, έχει ρίζα τον λόγο, αλλά τον θέτει στην υπηρεσία άλλων ελατηρίων. Ο Καντ θέλει τον λόγο νομοθέτη και όχι υπηρέτη της πράξης μας. Επιλέγει τον λόγο για να νομοθετεί και όχι να εκτελεί την πράξη. Η ροπή της ανθρώπινης φύσης προς το κακό είναι τελικά η προδιάθεση για την επιθυμία μιας απόλαυσης. Και όταν ο άνθρωπος αποκτήσει την εμπειρία της που προκαλεί μια κλίση προς αυτήν, έχουμε την προδιάθεση να δοκιμάσουμε κάτι που προκαλεί απόλαυση αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα το δοκιμάσουμε. Αν όμως το δοκιμάσουμε και μας αρέσει, ίσως αποκτήσουμε την κλίση προς αυτό. Παραδείγματος χάρη το αλκοόλ. Το πάθος είναι μια κλίση, μια πραγματοποίηση της ροπής που αποκλείει την κυριαρχία μας πάνω στον εαυτό μας. Για παράδειγμα ο αλκοολικός. Στο επίπεδο αυτό, ενώ θεωρούμε ότι είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε, στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ποιες είναι όμως οι ροπές προς το κακό. Υπάρχει μια ροπή, μια προδιάθεση προς το κακό. Σίγουρα ναι. Ένας λόγος είναι η αδυναμία της ανθρώπινης καρδιάς. Παρόλο δηλαδή που έχω επιλέξει τους σωστούς γνώμονες, Λόγω αδυναμίας δεν μπορώ να ανισταθώ και να σταθώ στο σωστό ύψος. Αν για παράδειγμα έχω δεχθεί ως ηθικό νόμο ότι είναι απαράδεκτο να κλέβει κανείς, παρόλα αυτά επειδή είμαι πολύ φυλάργυρος δέχομαι για τον εαυτό μου να κλέβει από καμιά φορά. Αυτό είναι μια ασθένεια της ανθρώπινης φύσης. Αυτή η ροπή είναι η φραγκίλιτας, το εύθραυστο της ανθρώπινης φύσης όπως την ονομάζει ο Κάντ. Υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο ροπής προς το κακό. Έχω την τάση να αναμειγνύω ανήθικα ελαττήρια με ηθικά. Φτιάχνω στη συνείδησή μου ένα αμάλγαμα και δικαιώνω αυτό που κάνω. Επικαλούμε έναν ηθικό νόμο για να αποκρύψω μια φαύλη πράξη ή μια προσπάθεια να επωφεληθώ από την πράξη μου αποβλέποντας σε απότερο συμφέρον. Για παράδειγμα, η πρόθεσή μου να βλάψω κάποιον από φθόνο αναμειγνύεται με έναν ηθικό νόμο. με ένα ησυχό ελαττήριο που λέει ότι εγώ είμαι υπέρ του νόμου. Για παράδειγμα, Καταγγέλω στην αστυνομία το πάρτι που γίνεται στην απέναντι πολυκατοικία όχι γιατί είμαι υπέρ του νόμου αλλά αποφθόνω που δεν μπορώ εγώ να κάνω ένα τέτοιο πάρτι. Αυτή τη ροπή ο Καντ την ονομάζει φαυλότητα εμπούρητας. Σε ένα τρίτο χειρότερο επίπεδο αποδέχομαι κακές υποκειμενικές αρχές εξ αρχής. Αποδέχομαι ότι πρέπει να κάνω το κακό και αυτό ο Καντ Το ονομάζει κακοήθεια της ανθρώπινης φύσης. Δεν το κάνω το καλό κρύβοντας τα ελαττήριά μου και τα συμφέροντα στα οποία αποσκοπώ, αλλά έχω αποδεχθεί συνειδητά ως γνώμονα της πράξης μου έναν κακό υποκειμενικό νόμο. Είναι μια διαστροφή της ανθρώπινης φύσης. Η πρώτη αμαρτία, σφάλμα λοιπόν, ήταν το δίλημα της επιλογής να πράξω ή όχι σύμφωνα με τον ηθικό νόμο. Η πρώτη πράξη ανήκει στη σφαίρα των νοητών. Η δεύτερη όμως αναφέρεται σε πράξεις που έχουν υλοποιηθεί και φαίνονται, στη σφαίρα δηλαδή των αισθητών. Όλη η ηθική κρίση εξαρτάται από το στοιχείο της ελεύθερης βούλησης. Και από αυτό το στοιχείο θα προκύψει τελικά και το κακό. Η ροπή προς το κακό αποδίδεται στην περιοχή της ηθικής και όχι στην ανθρώπινη φύση. Θέλει να αποδώσει το κακό στην ελευθερία της βούλησης. Της θέλησης. Η θέληση του ανθρώπου είναι η ελευθερία του. Τίποτα δεν είναι ηθικά κακό παρά μόνο οτιδήποτε είναι δική μας πράξη και γίνεται με τη θέλησή μας. Δεν υπάρχει φυσική ροπή προς το κακό. Η ροπή προηγείται της πράξης. Ο νόμος δεν εισέρχεται στις προθέσεις και τις ροπές. Αυτές βρίσκονται στο πεδίο της ηθικής συνείδησης. Μόνο εμείς ξέρουμε τα ηθικά και τα πραγματικά. κίνητρα μιας πράξης. Η ανώτατη υποκειμενική αρχή, ο γνώμονας τον οποίο έχουμε επιλέξει για να καθορίζει τις πράξεις μας, δεν γίνεται πάντοτε αποδεκτή από τη θέλησή μας. Έχουμε την ελευθερία να το κάνουμε, να μην το αποδεχτούμε. Και από αυτό ακριβώς πηγάζει το κακό. Το ποιο το κακό είναι πως, είναι μια επιλογή που ήδη έχουμε κάνει. Να επιλέξουμε να μην ακολουθήσουμε τον... γνώμονα που έχουμε επιλέξει. Κάθε πράξη από εκεί και πέρα είναι μια διαστρέβλωση του ηθικού γνώμονα. Η πρώτη πράξη είναι νοητή. Η δεύτερη όμως είναι αισθητή. Ένα γεγονός. Φαινόμενο, σύμφωνα με την καντιανή θεώρηση. Η ηθική έχει ως αντικείμενο την περιοχή των νοητών, ενώ η πράξης την περιοχή των αισθητών, των φαινομένων της πράξης. Ο φυσικακός είναι εκείνος ο άνθρωπος ο οποίος έχει συνείδηση του ηθικού νόμου και εντούτης έχει αποδεχθεί ως υποκειμενική αρχή των πράξεών του την απόκληση από αυτόν τον νόμο, τη διαστρέβλωσή του. Δεν αρκεί συνεπώς να γνωρίζει κανείς ποιος είναι ο ηθικός νόμος όπως υποστήριζε ο Σοκράτης. Χάρη στην ελευθερία της θέλησης επιλέγουμε να παραβιάζουμε τον ηθικό νόμο. Η ροπή αυτή είναι μια ηθικώς κακή ροπή και όχι μια φυσική κακία. Η επανάληψη αυτής της δροπής ριζώνει μέσα στη συνείδηση του ανθρώπου. Γίνεται φύση μας, γιατί συνηθίζουμε να διαστρεβλώνουμε τον γνώμονα, γιατί συνηθίζουμε να πράττουμε με βάση μια κακή υποκειμενική αρχή. Αυτό είναι το ριζικό κακό, για το οποίο όμως ευθύνεται ο ίδιος ο άνθρωπος, η ελεύθερη βούλησή του και όχι η φύση η δική του. Οι φυσικές ροπές δεν έχουν μέσα τους το κακό. Είμαστε όντα με αισθήσεις και το ρυζικό κακό δεν αποδίδεται σε αυτές. Αν το κάναμε θα παραδεχόμασταν ότι η φύση είναι κακή, κάτι που δεν ισχύει σύμφωνα με τον Καντ. Η ικανότητα στην αντίσταση στα πάθη έχει ηθική αξία μεγαλύτερη, έλεγε. Μήπως πρέπει να αποδώσουμε το ρυζικό κακό στον λόγο. Αν συνέβαινε αυτό θα υπήρχε αντίφαση. Γιατί τότε ο λόγος θα ήταν μοχθηρός. Θα αποδίδαμε ηθικό περιεχόμενο στον λόγο, κάτι που ο Καντ απορρίπτει. Η εμπειρία δεν αρκεί. Και ο χειρότερος άνθρωπος προσπαθεί να παρουσιάσει με ένα ηθικοποιημένο και ορεοποιημένο τρόπο αυτό που επιλέγει να κάνει. Αποζητά την αυτοδικαίωση. Έτσι παράγονται όλα τα σοφίσματα για να δικαιολογήσουμε τα παραπτώματά μας. Κανείς δεν ονομάζει το κακό με το όνομά του. για ό,τι θέλει να κάνει. Πάντα το παρουσιάζει ωρεοποιημένο. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μια ηθική καταβολή, όχι ότι είμαστε ηθικοί εκφύσεως. Έχουμε ελαττήρια που αφορούν την αισθητικότητα, δηλαδή την φυλαυτία που είναι μια φυσική τάση. Αν όμως εγκλωβιστούμε στα ελαττήρια αυτά, δηλαδή το μόνο που επιζητούμε είναι η καεινοποίηση των φυσικών μας ωρέξεων, τότε είμαστε κακοί. Υπάρχουν όμως και τα ηθικά ελαττήρια. Αυτά αναμειγνύονται με τα φυσικά και έτσι επέρχεται η εμπούρητας, η νόθευση. Έχει μεγάλη σημασία η ιεράρχηση των ελατηρίων φυσικών και ηθικών. Το κακό προέρχεται από την αντιστροφή της ηθικής τάξης των ελατηρίων, ακόμη και για τον καλύτερο άνθρωπο. Υπάρχει περίπτωση οι πράξεις μου να πηγάζουν από γνήσιες ηθικές αρχές. Υπάρχει περίπτωση ο αισθητός χαρακτήρας μου να είναι καλός, αλλά ο νοητός να παραμένει κακός. Μπορεί κάποιος να προβαίνει σε ευεργετικές πράξεις, αλλά τα κίνητρα να είναι ποταπά, ταπεινά. Οι προθέσεις μπορεί δηλαδή να είναι συμφεροντολογικές, ωφελημιστικές. Αν λες την αλήθεια από φόβο, τότε η φιλαλήθειά σου δεν έχει ηθική αξία, γιατί ο ηθικός νόμος δεν έχει γίνει ελαττήριο. Ο καθένας μόνος του το ξέρει για τον εαυτό του αυτό. Εφόσον υπάρχει μια ιεραρχική τάξη με μια σειρά, αλλά έχω την τάση να το αντιστρέφω αυτό, Να αντιστρέφω δηλαδή την ηθική τάξη και τις προτεραιότητες που έχω θέσει, αυτό σημαίνει πως έχω μια αρρωπή προς το ριζικό κακό, γιατί διαφθείρει το θεμέλιο όλων των υποκειμενικών αρχών. Το νοθεύει. Μαθαίνω σε πρώτο επίπεδο να κοροϊδεύω τον εαυτό μου και σε δεύτερο επίπεδο τους άλλους. Άρα είμαι ανήθικος. Η διαφορά όλων των γνωμόνων προκύπτει από τη χρήση της ελευθερίας. Ο άνθρωπος, συνεπώς, είναι υπεύθυνος για τη διαστροφή αυτή, ακριβώς λόγω της ελευθερίας του, όχι γιατί του επιβάλλεται από κάποιον εξωτερικό παράγοντα. Η ελευθερία είναι έξοδος από την αιτιοκρατία, γιατί η ίδια η ελευθερία παράγει αίτια. Εν τούτης, πρέπει να είναι δυνατή η εξάλληψη της διαστροφής λόγω της ελευθερίας. Η διαστροφή της καρδιάς είναι μοχθηρία, όχι η κακοήθεια αυτή καθεαυτή. Η συνύπαρξη με την... καλοήθεια είναι δυνατή αλλά η διαστροφή υπερισχύει λόγω της ευθραυστότητας της ανθρώπινης φύσης και συνδυάζεται με τη φαυλότητα δηλαδή τη σύγχυση των ελατηρίων, το ανακάτεμα του καλού με το κακό και την εμφάνιση του κακού ως κάτι που δικαιολογείται. Σε επόμενο στάδιο έρχεται η δολιότητα της ανθρώπινης καρδιάς και η δολιότητα του ίδιου του εαυτού. Κάτι που στην αρχή γίνεται από αδυναμία Ενδέχεται να φτάσει στη συνειδητή εξαπάτηση, στη δολιότητα. Ισυχάζω τον εαυτό μου αρκεί να πιστώ ότι αυτό δεν έχει ως συνέπεια το κακό, συνεπώς αυτοδικαιώνομαι. Δικαιώνομαι ενώπιον του νόμου και αποδίδω δίκαιο στις πράξεις μου. Αν μάλιστα οι συνέπειες των πράξεών μου δεν ήταν καταστροφικές για τον εαυτό μου και για τους άλλους, τότε είναι μια ακόμα ευκαιρία αυτοδικαίωσης. Δεν έγινε και τίποτα, λέω μέσα μου. Εδώ όμως αναμειγνύω την εμπειρία, ένα τυχαίο περιστατικό, με την ελευθερία μου και τη συνείδησή μου, ώστε να παρουσιάσω δικαιωμένη την επιλογή μου. Συμπερασματικά, η πλειονότητα των ερμηνευτών κατανοούν το ρυζικό κακό σαν την ανθρώπινη ροπή να προτιμούμε την ικανοποίηση της φιλαυτίας, της αγάπης για τον εαυτό μας, έναντι του ηθικού νόμου, και έτσι να την υιοθετούμε στον γνώμονά μας ως επαρκές κίνητρο για πράξη. Κατά αυτόν τον τρόπο η ηθική αγαθή πράξη την οποία προστάζει ο ηθικός νόμος μέσω της κατηγορικής προσταγής μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και υποτάσσεται στις ροπές μας, νοθεύεται, διαστρεβλώνεται και αυτή η συστηματική και επαναλαμβανόμενη νοθεία και διαστρέβλωση ριζώνει μέσα μας, δικαιώνει τις επιλογές μας να πράξουμε σύμφωνα με την κακή υποκειμενική αρχή που έχουμε επιλέξει. Δικαιολογή εν τέλει τις κακές. πράξεις μας.